Του ΝΙΚΟΛΑΟΥ Ι. ΜΕΡΤΖΟΥ
προέδρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, δημοσιογράφου και συγγραφέα
Οταν στις 5 Οκτωβρίου 1912 οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις ήσαν μικρότερες των βουλγαρικών περισσότερο από τρεις φορές και μικρότερες των σερβικών δυο φορές. Γι’ αυτό όλα τα Επιτελεία των βαλκανικών και των ευρωπαϊκών κρατών πίστευαν ακλόνητα ότι ο Ελληνικός Στρατός ήταν αδύνατον να εκπορθήσει ποτέ τις οχυρές διαβάσεις του Σαρανταπόρου, του Ολύμπου, του Κιλί Ντερβέν και της Καστανιάς, να διαβεί τρεις ποταμούς (Αλιάκμονα, Αξιό και Γαλλικό), να διασχίσει τους απέραντους βάλτους του Σαρή Γκιόλ και των Γιαννιτσών και μέσα σε 21 μόνον μέρες να εισέλθει ελευθερωτής στη Θεσσαλονίκη. Εξάλλου η Ελλάδα, βυθισμένη στα χρέη και στην εθνική ταπείνωση, εθεωρείτο ερείπιο: το 1893 είχε κηρύξει πτώχευση, ενώ στο βλακώδη πόλεμο του 1897 υπέστη συντριπτική ήττα και πρωτοφανή ταπείνωση. Ωστόσο, αυτοί οι «ασήμαντοι» Ελληνες, ενωμένοι και εμπνευσμένοι υπό την ικανή αποφασιστική ηγεσία του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του αρχιστρατήγου διαδόχου Κωνσταντίνου, εξήλθαν από τα ερείπια, χύθηκαν διά της λόγχης και επέτυχαν ένα απίστευτο θαύμα.
Οι δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι αποτελούν το μεγαλύτερο στρατηγικό επίτευγμα του ελληνισμού μετά το 1821. Μέσα σε διάστημα μικρότερο των δέκα μόνον μηνών, από 5 Οκτωβρίου 1912 μέχρι 28 Ιουλίου 1913, η Ελλάδα διπλασίασε την έκτασή της, από 63.211 τετραγωνικά χιλιόμετρα σε 120.308, διπλασίασε τον πληθυσμό της, από 2.631.952 σε 4.718.221 κατοίκους, πολλαπλασίασε τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της και κατέλαβε την κεντρική στρατηγική θέση στα Βαλκάνια. Το μήνυμα, συνεπώς, είναι ότι ο Ελληνισμός μπορεί ενωμένος και ψυχωμένος υπό άξια ηγεσία να εξέλθει σήμερα από την ολόπλευρη εθνική κρίση και να επιτύχει πάλι ένα θαύμα.
Στις 9 Οκτωβρίου 1912, μετά διήμερη σκληρή μάχη, ο Ελληνικός Στρατός εξεπόρθησε τα αδιάβατα Στενά του Σαρανταπόρου, της Πόρτας και του Ολύμπου. Ξεχύθηκε τότε ακάθεκτος στη Δυτική Μακεδονία. Μετά την απελευθέρωση των Σερβίων στις 10 και της Κοζάνης την επομένη, στις 14 ο αρχιστράτηγος στρέφεται ολοταχώς προς Θεσσαλονίκη. Γνωρίζει, ωστόσο, ότι στο Βορρά ο Τζαβίτ πασάς εγκατέλειπε το Μέτωπο έναντι των Σέρβων και, με το σιδηρόδρομο, κατέβαζε όλες τις ισχυρές οθωμανικές δυνάμεις του στη Φλώρινα, ώστε, μέσω Βίγλας-Κορυτσάς, να κατέλθουν στην Ηπειρο για να υπερασπιστούν το Μπιζάνι και τα Γιάννενα. Γι’ αυτό εκπέμπει ταυτόχρονα προς Βορράν την ισχυρή 5η Μεραρχία με διπλή αποστολή: να προελάσει προς Φλώρινα-Μοναστήρι και να διαφυλάξει τα νώτα και τα δυτικά πλευρά του προελαύνοντος Ελληνικού Στρατού.
Την ίδια μέρα, στις 14, η 5η Μεραρχία εισέρχεται στην Πτολεμαΐδα και, μετά σκληρή νικηφόρα μάχη στο Ναλμπάνκιοϊ (Περδίκκας), στις 18 εισέρχεται στο Σόροβιτς (Αμύνταιο), όπου στρατωνίζεται και την επομένη καταλαμβάνει τη νότια είσοδο της Στενωπού Κιλί Ντερβέν (Κλειδί-Βεύη) στα υψώματα του Ξινού Νερού.
Παράλληλα στις εμπροσθοφυλακές ενεργούσαν ως πρόσκοποι του Στρατού οι παλαιοί έμπειροι μακεδονομάχοι που τη 16η Οκτωβρίου μπήκαν στην Κλεισούρα. Ο μακεδονομάχος Γεώργιος Δικώνυμος Μακρής ήταν εκεί και γράφει:
«Την 17ην Οκτωβρίου βλέπαμεν από την Κλεισούραν τα τουρκοχώρια του κάμπου των Καϊλαρίων να πυρπολούνται».
Στις 21 Οκτωβρίου η 5η Μεραρχία κινείται επιθετικά προς Φλώρινα-Μοναστήρι. Δυνάμεις της προφυλακής της εισέρχονται στο Φλάμπουρο, στη Βεύη, στους Λόφους και στη Μελίτη. Στις 22 απόσπασμα Στρατού βρίσκεται στην Κάτω Υδρούσα (Κότορι) αλλά 3.000 Τούρκοι εισβάλλουν στη Νεγκοβάνη (Φλάμπουρο) και πυρπολούν το σχολείο. Τότε οι ελληνικές εμπροσθοφυλακές φτάνουν σε απόσταση αναπνοής από τη Φλώρινα στο Αρμενοχώρι και στον Τροπαιούχο. Προσβάλλονται, όμως, από ισχυρές τουρκικές δυνάμεις και υποχωρούν με σημαντικές απώλειες στο Αμύνταιο, στο χωριό Σωτήρας και στη νότια πύλη του Κιλί Ντερβέν.
Ηδη η Μεραρχία έχει χάσει τη συνοχή της, μάλλον και το ηθικό της. Τη νύχτα της 23ης προς την 24η Οκτωβρίου την αιφνιδιάζει μικρό σώμα ατάκτων Κονιάρων του Σαρή Γκιόλ. Σε πλήρη σύγχυση η 5η Μεραρχία υποχωρεί άτακτα προς Κοζάνη, όπου ανασυντάσσεται. Η μεγάλη ευκαιρία χάνεται. Η Πτολεμαΐδα επίσης. Τώρα πια κινδυνεύουν άμεσα η Φλώρινα και το Μοναστήρι, όπου κατέρχονται οι Σέρβοι.
Εντωμεταξύ, στους σημερινούς νομούς Κοζάνης και Καστοριάς, η κατάσταση σημειώνει δραματικές εναλλαγές μεταξύ 16ης Οκτωβρίου και 4ης Νοεμβρίου, διότι οι Οθωμανοί με δυνάμεις τακτικού Στρατού και ατάκτων αντεπιτίθενται αιφνιδιαστικά.
Το μέτωπο παραμένει ρευστό και ελλοχεύει ο θανάσιμος κίνδυνος που αντιμετώπισε η 5η Μεραρχία, η οποία, όμως, ανασυντάσσεται γρήγορα και μάχεται. Οι πρόσκοποι μακεδονομάχοι αλωνίζουν κυριολεκτικά τον τόπο πίσω-μπρος. Οι εναλλαγές είναι διαρκείς και οι μάχες τόσο πολλές, ώστε εξαντλούνται τα φυσίγγια.
Στη μάχη της Ανασελίτσας τραυματίζεται και ο γιος του Παύλου Μελά, Μίκης.
Τα Γρεβενά, η Σιάτιστα, η Λιαψίστα, η Χρούπιστα, το Μαύροβο κ.ά. αλλάζουν χέρια διαρκώς. Το Βογατσικό και το Κωσταράζι πυρπολούνται.
Τη 15η Οκτωβρίου οι Τούρκοι επιτίθενται στο Βογατσικό. Οι ένοπλοι κάτοικοί του και το σώμα του μακεδονομάχου Γιάννη Καραβίτη αντιστέκονται σκληρά, αλλά κάμπτονται. Πέφτουν αρκετοί νεκροί και πληγώνεται ο Καραβίτης. Οι Τούρκοι πυρπολούν 90 σπίτια του χωριού και σκοτώνουν 30 γυναικόπαιδα, αλλά αποχωρούν, διότι σπεύδουν αμέσως οι μακεδονομάχοι. Ο καπετάν Στέφος Γρηγορίου από το Μοναστήρι αφηγείται:
«Διηυθύνθημεν εν τάχει προς το Βογατσικόν και εξ αποστάσεως διεκρίναμεν ουρανομήκεις φλόγας. Οι γενναίοι κάτοικοι του Βογατσικού, με αρχηγόν τον εκ Γρεβενών καπετάν Γεώργιον Μακρήν, είχον αντιτάξει ερρωμένην άμυναν κατά του πολυπληθούς τουρκικού Στρατού αλλά εντέλει συνετρίβησαν. Οι Τούρκοι όχι μόνον επυρπόλησαν έν μέρος του χωρίου αλλά και εκρεούργησαν αγρίως πλείστα γυναικόπαιδα καθ’ην στιγμήν ταύτα προσεπάθουν να σωθούν».
Την 29η Οκτωβρίου οι μακεδονομάχοι εξορμούν από το Βογατσικό προς το Κωσταράζι και δίνουν σκληρές μάχες στη γέφυρα της Σμίξης. Την επομένη οι Τούρκοι αποχωρούν, αλλά πρώτα πυρπολούν συθέμελα το Κωσταράζι με εξαίρεση την εκκλησιά του.
Στις 4 Νοεμβρίου ο Μεχμέτ πασάς επιτίθεται με ισχυρές δυνάμεις, πυροβολικό και εφόδους με εφ’ όπλου λόγχη στην απελευθερωμένη Σιάτιστα, την οποία υπερασπίζονται ένοπλοι Σιατιστινοί, μακεδονομάχοι, Ιταλοί εθελοντές Γαριβαλδινοί και μονάδες του τακτικού Στρατού. Μετά σκληρές μάχες υπό ραγδαία βροχή, υποχωρούν οι Τούρκοι. Δυο μέρες ενωρίτερα η αθηναϊκή εφημερίδα «Εσπερινή» έγραφε σε ανταπόκρισή της:
«Η Σιάτιστα είναι πόλις ωραιοτάτη 10.000 κατοίκων, πάντων Ελλήνων φημιζομένων διά το επιχειρηματικόν πνεύμα των. Τι γίνεται τώρα εις την Αγοράν της δεν περιγράφεται. Ανδρες, γυναίκες και παιδιά περί τας 40.000 εκ των πέριξ χωρίων, κατεστραμμένων και μη, γυμνά, ανυπόδητα και πειναλέα, επλημμύρουν τας οδούς κλαίοντα γοερώς».
Την 1η Νοεμβρίου ο Κωνσταντίνος στρέφεται προς Φλώρινα-Μοναστήρι με κατεύθυνση Σκύδρα-Εδεσσα-Αγρας-Αρνισσα-Ζέρβη-Αγιος Αθανάσιος.
Ταυτόχρονα, από την Κοζάνη, η 5η και η 4η Μεραρχίες κινούνται εκ νέου προς Βορράν. Στις 5 απελευθερώνεται η Αρνισσα, μετά σκληρή μάχη δύο ημερών υπό ραγδαία βροχή, και ανοίγει η διάβαση του Κιλί Ντερβέν.
Στις 6 Νοεμβρίου οι προφυλακές της 5ης και της 4ης Μεραρχίας φτάνουν έξω από τη Φλώρινα στη Σιταριά και στο σιδηροδρομικό σταθμό. Δεν προχωρούν, ωστόσο, διότι ο Τζαβίτ πασάς με Στρατιά 60.000 ανδρών κατέρχεται από τον Περλεπέ προς Φλώρινα και γι’ αυτό αναπροσαρμόζονται τα ελληνικά Σχέδια Επιχειρήσεων.
Την ίδια μέρα οι μπέηδες και ο μουφτής της Φλώρινας καλούν σε σύσκεψη το μητροπολίτη Πολύκαρπο και τους Ελληνες προύχοντες. Ζητούν προέλαση των Ελλήνων, διότι εντωμεταξύ οι Σέρβοι πήραν το Μοναστήρι και κατεβαίνουν.
«Από το Βασιλικόν Γένος των Ρωμαίων την πήραμε, στο Βασιλικόν Γένος των Ρωμαίων πρέπει να την παραδώσουμε», λένε οι μπέηδες.
Αμέσως μια μικτή επιτροπή φτάνει στα υψώματα του Αμυνταίου και σε επιστολή του μητροπολίτη επιδίδει το αίτημα των Τούρκων στο στρατηγό Γεννάδη, που την μεταβιβάζει με οπτικό τηλέγραφο στην Αρνισσα στο διάδοχο. Ο Κωνσταντίνος διατάσσει να προελάσει μόνον μια μικρή δύναμη ιππέων. Ο μητροπολίτης αφηγείται:
«Η νύκτα της 6ης προς 7ην Νοεμβρίου μοι εφαίνετο ατελείωτος. Εξημέρωσεν η 7η Νοεμβρίου. Η ημέρα επερνούσε. Ο Τουρκικός Στρατός εξακολουθούσε διερχόμενος εκ Φλωρίνης. Από την Επιτροπήν ουδεμία πληροφορία. Ητο η ώρα 2 μεσημβρινή, όταν έξαφνα ακούω φωνάς. Ολίγα παιδιά ζητωκραύζοντα ωδηγούσαν τρεις Ελληνας ιππείς. Ησπάσθην τους ιππείς οι οποίοι μοι είπον ότι εις την είσοδον της πόλεως με περιμένει αξιωματικός να του την παραδώσω».
Ηταν ο υπίλαρχος Ιωάννης Αρτης με μία μικρή ίλη Ιππικού. Εισέρχεται αμαχητί στην πόλη, υψώνει την ελληνική σημαία και κατακυρώνει την απελευθέρωσή της. Την επομένη εισέρχεται μια σερβική Μεραρχία υπό τον πρίγκιπα Αρσένιο, αδελφό του βασιλέως των Σέρβων. Ευγενικά μα σταθερά διεκδικεί τη Φλώρινα, αλλά μετά την ελληνική αντίδραση, εξίσου ευγενική, αποχωρεί. Φτάνει ο Κωνσταντίνος και αρχίζει αμέσως να καταδιώκει τον οθωμανικό Στρατό που διέφευγε προς Ηπειρο.
Ξωπίσω από τους Τούρκους καλπάζει το 1ο Σύνταγμα Ιππικού. Διασχίζει τη Βίγλα και τα Κορέστεια, όπου σταθμεύει στο Βατοχώρι με κατεύθυνση την Μπίγλιστα. Πληροφορείται ότι από τη Χρούπιστα και την Καστοριά οι Τούρκοι υποχωρούν επίσης προς την Ηπειρο. Εκπέμπει προς αναγνώριση μια ίλη ιππικού που στις 10 Νοεμβρίου το βράδυ φτάνει στον Απόσκεπο και από εκεί ψηλά βλέπει με τα κιάλια ανοχύρωτη την Καστοριά. Οι Τούρκοι είχαν διαφύγει ήδη στην Κορυτσά μαζί με χίλιους ακόμη στρατιώτες και 3 πυροβόλα από τη Χρούπιστα.
Το πρωί της 11ης Νοεμβρίου η ίλη Ιππικού υπό τον υπίλαρχο Ιωάννη Αρτη εισέρχεται εν καλπασμώ στην Καστοριά μέσα σε φρενήρεις λαϊκούς πανηγυρισμούς. Ακολουθεί η γειτονική Χρούπιστα. Η Δυτική Μακεδονία είχε πια απελευθερωθεί.
Πηγή: aggelioforos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου