Από τις 19 μέχρι τις 31 Ιανουαρίου φιλοξενήθηκε στους χώρους του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, η έκθεση φωτογραφίας «Παρατηρώ» των μελών της φωτογραφικής ομάδας «Ροές» της Λέσχης Πολιτισμού Φλώρινας, αποσπώντας τις καλύτερες κριτικές.
Έκθεση η οποία πραγματευόταν μια από τις βασικές χαρακτηριστικές ιδιότητες της καλλιτεχνικής φωτογραφίας, που είναι το προσωπικό βλέμμα του δημιουργού. Για τα έργα που φιλοξενήθηκαν στην έκθεση, αλλά και για τη φωτογραφία γενικότερα, μίλησε στο neaflorina οΚώστας Παπαϊωάννου, υπεύθυνος της ομάδας «Ροές».
Πείτε μας λίγα λόγια για το Φωτογραφικό Τμήμα της Λέσχης Πολιτισμού Φλώρινας.
Αυτή τη στιγμή στα φωτογραφικό τμήμα της Λ.Π.Φ. υπάρχουν 42 απόλυτα ενεργά μέλη, τα οποία παρακολουθούν τα τρία τμήματα φωτογραφίας. Όλα τα μέλη είναι ερασιτέχνες φωτογράφοι που απλά αγαπούν τη φωτογραφία. Οι «Ροές» όμως έχουν μακρά παράδοση. Δημιουργήθηκαν το 1989 ως τμήμα της Λέσχης Πολιτισμού Φλώρινας. Στόχος της ομάδας είναι να συγκεντρώσει ανθρώπους που ασχολούνται ενεργά με τη φωτογραφία και να πραγματοποιεί δραστηριότητες που προάγουν το φωτογραφικό μέσο. Ενδεικτικά θα αναφέρω πως τα τελευταία 4 χρόνια η ομάδα έχει παρουσιάσει περισσότερες από 100 εκδηλώσεις. Το φεστιβάλ «Φωτογραφικός Χειμώνας» μέσα στο οποίο εντάσσεται το «Παρατηρώ», αποτελεί εδώ και χρόνια ένα από τα σημαντικότερα φωτογραφικά γεγονότα της Ελλάδας, ενώ ο «Πανελλήνιος Διαγωνισμός Φωτογραφίας» που φέτος συμπλήρωσε 20 χρόνια συνεχόμενης παρουσίας, αποτελεί τον μακροβιότερο φωτογραφικό διαγωνισμό στην ιστορία της ελληνικής φωτογραφίας. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την προσπάθεια για διαφύλαξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς μέσα από καταγραφές κομματιών της σύγχρονης τοπικής ιστορίας.
Ποιο ήταν το σκεπτικό πίσω από το «Παρατηρώ»;
Πρόκειται για ένα project που ανατέθηκε στο πλαίσιο των μαθημάτων φωτογραφίας των μελών του φωτογραφικού τμήματος της Λέσχης Πολιτισμού Φλώρινας και είχε διάρκεια περίπου έξι μήνες. Αφορμή στάθηκε η ταινία του σοβιετικού σκηνοθέτη Dziga Vertov με τίτλο «The man with the camera» που γυρίστηκε το 1929. Παίρνοντας ιδέες από την ταινία, αλλά και από τη μελέτη διαφόρων κινημάτων της τέχνης, θέσαμε ως στόχο ο κάθε φωτογράφος να προσπαθήσει να παρατηρήσει εκτενέστερα τον κόσμο γύρω του και να βρει έναν ιδιαίτερο τρόπο να τον αποτυπώσει. Βασικό ζητούμενο ήταν να χρησιμοποιήσουν τη φόρμα στο μέγιστο βαθμό, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από το θεματικό ή κοινωνιολογικό περιεχόμενο της εικόνας.
Θα λέγαμε δηλαδή ότι σε σχέση με άλλες συνιστώσες της φωτογραφικής εικόνας, κυρίαρχο ρόλο στη προκειμένη περίπτωση, παίζει το βλέμμα και η σκέψη του φωτογράφου;
Όχι μόνο στη προκειμένη περίπτωση αλλά γενικότερα πιστεύω πως κάθε φωτογράφος που λειτούργει συνειδητά επιτελεί δυο βασικές λειτουργίες. Πρώτον χρησιμοποιεί το βλέμμα του διερευνώντας τον κόσμο ψάχνοντας για εικόνες. Δεύτερον επεξεργάζεται τα επιλεγόμενα θέματα προσπαθώντας να βρει τον κατάλληλο τρόπο οπτικής απόδοσης. Στη συνέχεια χρησιμοποιώντας γνωστικές και αισθητικές εμπειρίες προβαίνει στη φωτογραφική πράξη, με στόχο τη δημιουργία της εικόνας. Για να επιτύχουν όλα τα παραπάνω θα πρέπει η οπτική παρατήρηση να αποτελεί πράξη επιλογής και όχι ασυνείδητη διεργασία. Ο φωτογράφος οφείλει να καθοδηγεί συνειδητά τη ματιά και τη σκέψη του, να επιλέγει το κατάλληλο κομμάτι του κόσμου και να εφευρίσκει έναν ιδιαίτερο τρόπο για να το αποθανατίσει.
Υπάρχουν όμως και φωτογραφίες που δε βασίζονται σε αυτή την λογική και όμως καταφέρνουν να μας δημιουργήσουν συναισθήματα. Για πιο λόγο επιλέξατε τον συγκεκριμένο τρόπο και όχι κάτι διαφορετικό;
Καταρχήν ήταν μια πρόκληση. Ένας τρόπος να διαπιστώσουμε ότι πράγματι μπορούμε να λειτουργήσουμε έτσι. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι έχουμε κουραστεί να γινόμαστε αποδέκτες εικόνων που μεταδίδουν ένα έντονα φορτισμένο συναισθηματικά περιεχόμενο που μας προσφέρει απλόχερα η σύγχρονη εποχή. Αν παρατηρήσετε τη φωτογραφία που προβάλλεται σήμερα από τα media θα διαπιστώσετε ότι κυριαρχούν τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. Απ’ τη μια η άγρια πλευρά του κόσμου μέσα από άκρως πολιτικοποιημένες εικόνες ντοκουμενταρίστικου ύφους που μας παρουσιάζουν τη φτώχεια, τη βία, την οικονομική κρίση, τον πόλεμο κ.λ.π. Από την άλλη, φωτογραφίες που μας παρουσιάζουν τον κόσμο υπερβολικά ωραιοποιημένο. Εξωτικά τοπία, ηλιοβασιλέματα, όμορφα πρόσωπα, λουλούδια και οτιδήποτε άλλο το οποίο στον φωτογραφικό χώρο θεωρείται κλισέ. Όσον αφορά αυτό που αδίκως ονομάζεται «καλλιτεχνική» φωτογραφία, παρατηρούμε να δίνεται έμφαση στην τεχνική, το concept, τον εσωτερικό κόσμο του δημιουργού και ότι άλλο επιτάσσει η μοντέρνα τέχνη και όχι τόσο στον εξωτερικό κόσμο αυτόν καθ’ αυτόν. Εμείς επιλέξαμε έναν ενδιάμεσο τρόπο, ο οποίος έχει τις βάσεις του σε προγενέστερα φωτογραφικά κινήματα που άνθισαν την περίοδο μεταξύ 1920 με 1940.
Τι εννοείτε όταν λέτε ότι η φωτογραφία άδικα ονομάζεται «καλλιτεχνική»;
Αυτή είναι μια μακροχρόνια θεωρητική συζήτηση σχετικά με τις καλλιτεχνικές αξιώσεις της φωτογραφίας, που ξεκινά από τον τρόπο με τον οποίο παράγεται μια φωτογραφία και καταλήγει στον τρόπο με τον οποίο προωθείται και ερμηνεύεται. Αυτό το ζήτημα δεν γίνεται να αναλυθεί εξ’ ολοκλήρου αυτή την στιγμή, ωστόσο θα σας αναφέρω τρία βασικά ζητήματα τα οποία δυσκολεύουν την απολυτότητα της απάντησης.
Το πρώτο είναι η πολυπλοκότητα του μέσου και οι πολλές διαφορετικές εφαρμογές του. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι φωτογραφίες δε δημιουργούνται για να εξυπηρετήσουν καλλιτεχνικούς σκοπούς αλλά κυρίως αναμνηστικούς ή τεκμηριωτικούς. Το δεύτερο είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η φωτογραφία από το ευρύ κοινό. Δηλαδή σαν ένα ακόμα ηλεκτρονικό κατασκεύασμα του οποίου η χρήση και η χρησιμότητα μοιάζει με την χρήση μιας απλής ηλεκτρονικής εφαρμογής όπως π.χ. το κινητό τηλέφωνο. Στη καλύτερη περίπτωση η ενασχόληση με τη φωτογραφία (ποσοστιαία πάντα) λειτουργεί περισσότερο σαν ένα χαλαρωτικό χόμπι παρά σαν μέσο έκφρασης και τοποθέτησης απέναντι στα τεκταινόμενα. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να τονίσω ότι τόσο εγώ προσωπικά όσο και τα υπόλοιπα μέλη τις ομάδας πιστεύουμε ότι ανήκουμε στην κατηγορία των ερασιτεχνών φωτογράφων, χωρίς να διεκδικούμε καλλιτεχνικές ή επαγγελματικές αξιώσεις. Το τρίτο και σημαντικότερο για εμένα, είναι ότι προσωπικά αμφιβάλω ότι στις μέρες μας ο όρος τέχνη έχει το ίδιο βάρος και την ίδια σημασία με την εποχή που «θεσπίστηκε».
Αυτοί είναι και οι βασικοί λόγοι για τους οποίους αναρωτιέται κανείς αν η φωτογραφία είναι Τέχνη ή όχι, ενώ ποτέ δεν εξέφρασε την ίδια απορία για την γλυπτική, τη μουσική ή την ποίηση. Εμένα προσωπικά μου αρέσει να χρησιμοποιώ περισσότερο τον όρο «δημιουργική» φωτογραφία, αν και πάλι υπάρχει κίνδυνος παρερμηνείας. Ο λόγος είναι ότι διαφοροποιώ την Τέχνη από την δημιουργικότητα. Σημασία όμως σε όλα αυτά δεν έχει η απάντηση αλλά ο προβληματισμός που γεννά η ερώτηση.
Ωστόσο υπάρχει απάντηση σχετικά με το ποιος μπορεί να θεωρηθεί καλός φωτογράφος ή τι κάνει μια φωτογραφία να θεωρείται καλή.
Προσωπικά πιστεύω ότι ο καλός φωτογράφος - ανεξάρτητα με το είδος που ασχολείται - είναι αυτός που χωρίς να χρησιμοποιεί τεχνικές εντυπωσιασμού, μπορεί με απλό και ευφυές τρόπο να μετατρέψει το τίποτα σε κάτι. Αυτό ξεκινά από τον τρόπο που παρατηρεί και αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του και καταλήγει στον τρόπο που καταφέρνει να μορφοποιήσει την πραγματικότητα. Όσον αφορά την ποιότητα της φωτογραφίας θεωρώ ότι η φωτογραφία είναι μια ανεξάρτητη επικοινωνιακή γλώσσα που δεν πρέπει να συγχέεται - παρότι συνδέεται - με άλλες μορφές τέχνης. Αντιθέτως μάλιστα θα πρέπει να πραγματεύεται μόνο τις δικές της έννοιες όπως αυτή του χώρου, του χρόνου και της πραγματικότητας, ανεξάρτητα αν επιλέγεται να γίνει με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο προσέγγισης. Βάση της προηγούμενης τοποθέτησης διαφωνώ με την υπερβολική επεξεργασία όπου το αποτέλεσμα μοιάζει περισσότερο ζωγραφικό παρά φωτογραφικό, την «κινηματογραφικού τύπου», σκηνοθετημένη φωτογραφία, την τεχνική του μοντάζ και τη κατάχρηση της εννοιολογικής υποστήριξης. Θεωρώ πως η ποιότητα της φωτογραφίας δεν εξαρτάται ούτε από αυτό που απεικονίζει, ούτε από την τεχνική αρτιότητα, τα χρώματα ή την επεξεργασία αλλά από τον τρόπο που ο φωτογράφος βλέπει τον κόσμο. Και αυτό είναι απόλυτα κυριολεκτικό.
Νομίζω ότι η τελευταία φράση φανερώνει και το βαθύτερο σκεπτικό πίσω από το «Παρατηρώ».
Έτσι είναι. Θέλαμε απ’ τη μια να τονίσουμε τη σημασία της παρατήρησης και απ’ την άλλη να αναρωτηθούμε και να κάνουμε και τον θεατή να αναρωτηθεί, κατά πόσο μπορούμε να είμαστε ενεργητικοί παρατηρητές όλων όσων υπάρχουν και κατ’ επέκταση συμβαίνουν γύρω μας. Μια διαφοροποίηση του κλασικού ερωτήματος «κοιτάζω… αλλά βλέπω;»
Εκτός από εσάς πόσα μελή συμμετείχαν στην έκθεση;
Συμμετείχαμε συνολικά εννέα φωτογράφοι μέλη της φωτογραφικής ομάδας οι οποίοι παρουσίασαν από τέσσερις φωτογραφίες. Ήταν οι: Χρήστος Στεφανίδης, Αννέτα Μπακράτση, Δήμητρα Μπαζοπούλου, Πέρκα Αθηνά, Βασίλης Τασίου, Βασίλης Σιαπέρας, Iordanka Tenova και Ζωή Ζηπέλα η οποία εκτός από φωτογραφίες δημιούργησε και τρία γλυπτά τα οποία σχετίζονται με το θέμα, μιας και εκτός από μέλος της φωτογραφικής ομάδας «Ροές» είναι και φοιτήτρια του Τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών Φλώρινας.
Η έκθεση παρουσιάστηκε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Φλώρινας. Πείτε μας δυο λόγια για αυτή τη συνεργασία.
Απ’ τη στιγμή που ολοκληρώθηκε η εργασία και είχαμε στα χέρια μας το υλικό, κρίναμε ότι αυτή η έκθεση λόγω της ιδιαίτερης θεματολογίας της και των μεγάλων εκτυπώσεων έπρεπε να παρουσιαστεί σε έναν αμιγώς εκθεσιακό χώρο και όχι σε έναν από τους χώρους που παρουσιάζαμε μέχρι στιγμής τις δουλειές μας. Επειδή γνωρίζαμε ότι το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης βρισκόταν σε αναστολή λειτουργίας λόγω οικονομικών προβλημάτων, απευθυνθήκαμε πρωτίστως στον Φ.Σ.Φ. Αριστοτέλη, αιτούμενοι την παραχώρηση της πινακοθήκης. Στις πρώτες επαφές μας υπήρχε μια θετική στάση από την πλευρά του συλλόγου, στη συνέχεια όμως και μετά από αρκετό διάστημα προσμονής μας ανακοίνωσαν πως τελικά δεν μπορούσαν να συνεργαστούν μαζί μας. Η απογοήτευση και η στενοχώρια ήταν τόσο μεγάλη που η πρώτη μας σκέψη ήταν να αναβληθεί επ’ αόριστον η έκθεση ή ακόμα και να μη γίνει ποτέ. Επειδή όμως είχαμε δεσμευτεί απέναντι σε πολύ κόσμο και κυρίως στους χορηγούς μας έπρεπε να βρούμε μια λύση. Προσεγγίσαμε τους ανθρώπους του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης οι οποίοι είχαν τη διάθεση να παραβλέψουν τα προβλήματα του μουσείου και να συνεργαστούν μαζί μας. Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλο το προσωπικό του Μουσείου για την άψογη συνεργασία τους και ιδιαίτερα τον Θωμά Ζωγράφο που ήταν δίπλα μας σε όλη την διάρκεια της έκθεσης. Νομίζω πως αυτή η συνεργασία ωφέλησε και τις δυο πλευρές. Επίσης θέλω να αναφέρω ότι την επιμέλεια της έκθεσης ανέλαβε ο εικαστικός και καθηγητής του Τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών Φλώρινας, Χάρης Κοντοσφύρης προσφέροντας τις πολύτιμες γνώσεις του. Η συνεργασία αυτή θα συνεχιστεί τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε ευρύτερα επίπεδα συνεργασίας με το Τ.Ε.Ε.Τ. και το Μ.Σ.Τ. Εν’ τέλη, ουδέν κακόν αμιγές καλού, αφού το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης αποτελεί τον ιδανικότερο χώρο στην πόλη για την φιλοξενία τέτοιων εκδηλώσεων. Δεδομένης της πλούσιας καλλιτεχνικής παραγωγής που υπάρχει στη Φλώρινα, η ενεργητική παρουσία του είναι αναγκαία. Θα πρέπει οι αρμόδιοι φορείς να λάβουν σοβαρά υπ’ όψη τους την προσφορά του και να το βοηθήσουν να ξεπεράσει τα προβλήματα του.
Στα εγκαίνια της έκθεσης αναφέρθηκε ότι το «Παρατηρώ» θα παρουσιαστεί και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Ήδη έχει συζητηθεί το ενδεχόμενο η έκθεση αυτή μέσα στο 2014 να ταξιδέψει όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Η Θεσσαλονίκη, η Λαμία και η Βέροια είναι κάποιοι από τους προορισμούς. Δεν θα αποκαλύψω ακόμα τους υπόλοιπους, γιατί θα πρέπει πρώτα να λυθούν κάποια οικονομικά ζητήματα, αφού η μεταφορά και η φιλοξενία μιας έκθεσης έχει ένα σχετικό κόστος.
Ποιοι ήταν μέχρι στιγμής οι οικονομικοί υποστηρικτές σας;
Ήταν ο Δήμος Φλώρινας, η Μ.Ε.Τ.Ε. ΑΕ, το μεζεδοπωλείο «Κουκούτσι», Αuto Soumbasis και Soumbasis rent a car, οι πέτρινοι ξενώνες «Πλειάδες» και το ξενοδοχείο «Φιλαρέτη». Τους ευχαριστώ όλους γιατί χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί καμία από τις εκδηλώσεις του «Φωτογραφικού Χειμώνα».
Πείτε μας λίγα λόγια για το Φωτογραφικό Τμήμα της Λέσχης Πολιτισμού Φλώρινας.
Αυτή τη στιγμή στα φωτογραφικό τμήμα της Λ.Π.Φ. υπάρχουν 42 απόλυτα ενεργά μέλη, τα οποία παρακολουθούν τα τρία τμήματα φωτογραφίας. Όλα τα μέλη είναι ερασιτέχνες φωτογράφοι που απλά αγαπούν τη φωτογραφία. Οι «Ροές» όμως έχουν μακρά παράδοση. Δημιουργήθηκαν το 1989 ως τμήμα της Λέσχης Πολιτισμού Φλώρινας. Στόχος της ομάδας είναι να συγκεντρώσει ανθρώπους που ασχολούνται ενεργά με τη φωτογραφία και να πραγματοποιεί δραστηριότητες που προάγουν το φωτογραφικό μέσο. Ενδεικτικά θα αναφέρω πως τα τελευταία 4 χρόνια η ομάδα έχει παρουσιάσει περισσότερες από 100 εκδηλώσεις. Το φεστιβάλ «Φωτογραφικός Χειμώνας» μέσα στο οποίο εντάσσεται το «Παρατηρώ», αποτελεί εδώ και χρόνια ένα από τα σημαντικότερα φωτογραφικά γεγονότα της Ελλάδας, ενώ ο «Πανελλήνιος Διαγωνισμός Φωτογραφίας» που φέτος συμπλήρωσε 20 χρόνια συνεχόμενης παρουσίας, αποτελεί τον μακροβιότερο φωτογραφικό διαγωνισμό στην ιστορία της ελληνικής φωτογραφίας. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την προσπάθεια για διαφύλαξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς μέσα από καταγραφές κομματιών της σύγχρονης τοπικής ιστορίας.
Ποιο ήταν το σκεπτικό πίσω από το «Παρατηρώ»;
Πρόκειται για ένα project που ανατέθηκε στο πλαίσιο των μαθημάτων φωτογραφίας των μελών του φωτογραφικού τμήματος της Λέσχης Πολιτισμού Φλώρινας και είχε διάρκεια περίπου έξι μήνες. Αφορμή στάθηκε η ταινία του σοβιετικού σκηνοθέτη Dziga Vertov με τίτλο «The man with the camera» που γυρίστηκε το 1929. Παίρνοντας ιδέες από την ταινία, αλλά και από τη μελέτη διαφόρων κινημάτων της τέχνης, θέσαμε ως στόχο ο κάθε φωτογράφος να προσπαθήσει να παρατηρήσει εκτενέστερα τον κόσμο γύρω του και να βρει έναν ιδιαίτερο τρόπο να τον αποτυπώσει. Βασικό ζητούμενο ήταν να χρησιμοποιήσουν τη φόρμα στο μέγιστο βαθμό, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από το θεματικό ή κοινωνιολογικό περιεχόμενο της εικόνας.
Θα λέγαμε δηλαδή ότι σε σχέση με άλλες συνιστώσες της φωτογραφικής εικόνας, κυρίαρχο ρόλο στη προκειμένη περίπτωση, παίζει το βλέμμα και η σκέψη του φωτογράφου;
Όχι μόνο στη προκειμένη περίπτωση αλλά γενικότερα πιστεύω πως κάθε φωτογράφος που λειτούργει συνειδητά επιτελεί δυο βασικές λειτουργίες. Πρώτον χρησιμοποιεί το βλέμμα του διερευνώντας τον κόσμο ψάχνοντας για εικόνες. Δεύτερον επεξεργάζεται τα επιλεγόμενα θέματα προσπαθώντας να βρει τον κατάλληλο τρόπο οπτικής απόδοσης. Στη συνέχεια χρησιμοποιώντας γνωστικές και αισθητικές εμπειρίες προβαίνει στη φωτογραφική πράξη, με στόχο τη δημιουργία της εικόνας. Για να επιτύχουν όλα τα παραπάνω θα πρέπει η οπτική παρατήρηση να αποτελεί πράξη επιλογής και όχι ασυνείδητη διεργασία. Ο φωτογράφος οφείλει να καθοδηγεί συνειδητά τη ματιά και τη σκέψη του, να επιλέγει το κατάλληλο κομμάτι του κόσμου και να εφευρίσκει έναν ιδιαίτερο τρόπο για να το αποθανατίσει.
Υπάρχουν όμως και φωτογραφίες που δε βασίζονται σε αυτή την λογική και όμως καταφέρνουν να μας δημιουργήσουν συναισθήματα. Για πιο λόγο επιλέξατε τον συγκεκριμένο τρόπο και όχι κάτι διαφορετικό;
Καταρχήν ήταν μια πρόκληση. Ένας τρόπος να διαπιστώσουμε ότι πράγματι μπορούμε να λειτουργήσουμε έτσι. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι έχουμε κουραστεί να γινόμαστε αποδέκτες εικόνων που μεταδίδουν ένα έντονα φορτισμένο συναισθηματικά περιεχόμενο που μας προσφέρει απλόχερα η σύγχρονη εποχή. Αν παρατηρήσετε τη φωτογραφία που προβάλλεται σήμερα από τα media θα διαπιστώσετε ότι κυριαρχούν τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. Απ’ τη μια η άγρια πλευρά του κόσμου μέσα από άκρως πολιτικοποιημένες εικόνες ντοκουμενταρίστικου ύφους που μας παρουσιάζουν τη φτώχεια, τη βία, την οικονομική κρίση, τον πόλεμο κ.λ.π. Από την άλλη, φωτογραφίες που μας παρουσιάζουν τον κόσμο υπερβολικά ωραιοποιημένο. Εξωτικά τοπία, ηλιοβασιλέματα, όμορφα πρόσωπα, λουλούδια και οτιδήποτε άλλο το οποίο στον φωτογραφικό χώρο θεωρείται κλισέ. Όσον αφορά αυτό που αδίκως ονομάζεται «καλλιτεχνική» φωτογραφία, παρατηρούμε να δίνεται έμφαση στην τεχνική, το concept, τον εσωτερικό κόσμο του δημιουργού και ότι άλλο επιτάσσει η μοντέρνα τέχνη και όχι τόσο στον εξωτερικό κόσμο αυτόν καθ’ αυτόν. Εμείς επιλέξαμε έναν ενδιάμεσο τρόπο, ο οποίος έχει τις βάσεις του σε προγενέστερα φωτογραφικά κινήματα που άνθισαν την περίοδο μεταξύ 1920 με 1940.
Τι εννοείτε όταν λέτε ότι η φωτογραφία άδικα ονομάζεται «καλλιτεχνική»;
Αυτή είναι μια μακροχρόνια θεωρητική συζήτηση σχετικά με τις καλλιτεχνικές αξιώσεις της φωτογραφίας, που ξεκινά από τον τρόπο με τον οποίο παράγεται μια φωτογραφία και καταλήγει στον τρόπο με τον οποίο προωθείται και ερμηνεύεται. Αυτό το ζήτημα δεν γίνεται να αναλυθεί εξ’ ολοκλήρου αυτή την στιγμή, ωστόσο θα σας αναφέρω τρία βασικά ζητήματα τα οποία δυσκολεύουν την απολυτότητα της απάντησης.
Το πρώτο είναι η πολυπλοκότητα του μέσου και οι πολλές διαφορετικές εφαρμογές του. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι φωτογραφίες δε δημιουργούνται για να εξυπηρετήσουν καλλιτεχνικούς σκοπούς αλλά κυρίως αναμνηστικούς ή τεκμηριωτικούς. Το δεύτερο είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η φωτογραφία από το ευρύ κοινό. Δηλαδή σαν ένα ακόμα ηλεκτρονικό κατασκεύασμα του οποίου η χρήση και η χρησιμότητα μοιάζει με την χρήση μιας απλής ηλεκτρονικής εφαρμογής όπως π.χ. το κινητό τηλέφωνο. Στη καλύτερη περίπτωση η ενασχόληση με τη φωτογραφία (ποσοστιαία πάντα) λειτουργεί περισσότερο σαν ένα χαλαρωτικό χόμπι παρά σαν μέσο έκφρασης και τοποθέτησης απέναντι στα τεκταινόμενα. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να τονίσω ότι τόσο εγώ προσωπικά όσο και τα υπόλοιπα μέλη τις ομάδας πιστεύουμε ότι ανήκουμε στην κατηγορία των ερασιτεχνών φωτογράφων, χωρίς να διεκδικούμε καλλιτεχνικές ή επαγγελματικές αξιώσεις. Το τρίτο και σημαντικότερο για εμένα, είναι ότι προσωπικά αμφιβάλω ότι στις μέρες μας ο όρος τέχνη έχει το ίδιο βάρος και την ίδια σημασία με την εποχή που «θεσπίστηκε».
Αυτοί είναι και οι βασικοί λόγοι για τους οποίους αναρωτιέται κανείς αν η φωτογραφία είναι Τέχνη ή όχι, ενώ ποτέ δεν εξέφρασε την ίδια απορία για την γλυπτική, τη μουσική ή την ποίηση. Εμένα προσωπικά μου αρέσει να χρησιμοποιώ περισσότερο τον όρο «δημιουργική» φωτογραφία, αν και πάλι υπάρχει κίνδυνος παρερμηνείας. Ο λόγος είναι ότι διαφοροποιώ την Τέχνη από την δημιουργικότητα. Σημασία όμως σε όλα αυτά δεν έχει η απάντηση αλλά ο προβληματισμός που γεννά η ερώτηση.
Ωστόσο υπάρχει απάντηση σχετικά με το ποιος μπορεί να θεωρηθεί καλός φωτογράφος ή τι κάνει μια φωτογραφία να θεωρείται καλή.
Προσωπικά πιστεύω ότι ο καλός φωτογράφος - ανεξάρτητα με το είδος που ασχολείται - είναι αυτός που χωρίς να χρησιμοποιεί τεχνικές εντυπωσιασμού, μπορεί με απλό και ευφυές τρόπο να μετατρέψει το τίποτα σε κάτι. Αυτό ξεκινά από τον τρόπο που παρατηρεί και αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του και καταλήγει στον τρόπο που καταφέρνει να μορφοποιήσει την πραγματικότητα. Όσον αφορά την ποιότητα της φωτογραφίας θεωρώ ότι η φωτογραφία είναι μια ανεξάρτητη επικοινωνιακή γλώσσα που δεν πρέπει να συγχέεται - παρότι συνδέεται - με άλλες μορφές τέχνης. Αντιθέτως μάλιστα θα πρέπει να πραγματεύεται μόνο τις δικές της έννοιες όπως αυτή του χώρου, του χρόνου και της πραγματικότητας, ανεξάρτητα αν επιλέγεται να γίνει με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο προσέγγισης. Βάση της προηγούμενης τοποθέτησης διαφωνώ με την υπερβολική επεξεργασία όπου το αποτέλεσμα μοιάζει περισσότερο ζωγραφικό παρά φωτογραφικό, την «κινηματογραφικού τύπου», σκηνοθετημένη φωτογραφία, την τεχνική του μοντάζ και τη κατάχρηση της εννοιολογικής υποστήριξης. Θεωρώ πως η ποιότητα της φωτογραφίας δεν εξαρτάται ούτε από αυτό που απεικονίζει, ούτε από την τεχνική αρτιότητα, τα χρώματα ή την επεξεργασία αλλά από τον τρόπο που ο φωτογράφος βλέπει τον κόσμο. Και αυτό είναι απόλυτα κυριολεκτικό.
Νομίζω ότι η τελευταία φράση φανερώνει και το βαθύτερο σκεπτικό πίσω από το «Παρατηρώ».
Έτσι είναι. Θέλαμε απ’ τη μια να τονίσουμε τη σημασία της παρατήρησης και απ’ την άλλη να αναρωτηθούμε και να κάνουμε και τον θεατή να αναρωτηθεί, κατά πόσο μπορούμε να είμαστε ενεργητικοί παρατηρητές όλων όσων υπάρχουν και κατ’ επέκταση συμβαίνουν γύρω μας. Μια διαφοροποίηση του κλασικού ερωτήματος «κοιτάζω… αλλά βλέπω;»
Εκτός από εσάς πόσα μελή συμμετείχαν στην έκθεση;
Συμμετείχαμε συνολικά εννέα φωτογράφοι μέλη της φωτογραφικής ομάδας οι οποίοι παρουσίασαν από τέσσερις φωτογραφίες. Ήταν οι: Χρήστος Στεφανίδης, Αννέτα Μπακράτση, Δήμητρα Μπαζοπούλου, Πέρκα Αθηνά, Βασίλης Τασίου, Βασίλης Σιαπέρας, Iordanka Tenova και Ζωή Ζηπέλα η οποία εκτός από φωτογραφίες δημιούργησε και τρία γλυπτά τα οποία σχετίζονται με το θέμα, μιας και εκτός από μέλος της φωτογραφικής ομάδας «Ροές» είναι και φοιτήτρια του Τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών Φλώρινας.
Η έκθεση παρουσιάστηκε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Φλώρινας. Πείτε μας δυο λόγια για αυτή τη συνεργασία.
Απ’ τη στιγμή που ολοκληρώθηκε η εργασία και είχαμε στα χέρια μας το υλικό, κρίναμε ότι αυτή η έκθεση λόγω της ιδιαίτερης θεματολογίας της και των μεγάλων εκτυπώσεων έπρεπε να παρουσιαστεί σε έναν αμιγώς εκθεσιακό χώρο και όχι σε έναν από τους χώρους που παρουσιάζαμε μέχρι στιγμής τις δουλειές μας. Επειδή γνωρίζαμε ότι το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης βρισκόταν σε αναστολή λειτουργίας λόγω οικονομικών προβλημάτων, απευθυνθήκαμε πρωτίστως στον Φ.Σ.Φ. Αριστοτέλη, αιτούμενοι την παραχώρηση της πινακοθήκης. Στις πρώτες επαφές μας υπήρχε μια θετική στάση από την πλευρά του συλλόγου, στη συνέχεια όμως και μετά από αρκετό διάστημα προσμονής μας ανακοίνωσαν πως τελικά δεν μπορούσαν να συνεργαστούν μαζί μας. Η απογοήτευση και η στενοχώρια ήταν τόσο μεγάλη που η πρώτη μας σκέψη ήταν να αναβληθεί επ’ αόριστον η έκθεση ή ακόμα και να μη γίνει ποτέ. Επειδή όμως είχαμε δεσμευτεί απέναντι σε πολύ κόσμο και κυρίως στους χορηγούς μας έπρεπε να βρούμε μια λύση. Προσεγγίσαμε τους ανθρώπους του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης οι οποίοι είχαν τη διάθεση να παραβλέψουν τα προβλήματα του μουσείου και να συνεργαστούν μαζί μας. Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλο το προσωπικό του Μουσείου για την άψογη συνεργασία τους και ιδιαίτερα τον Θωμά Ζωγράφο που ήταν δίπλα μας σε όλη την διάρκεια της έκθεσης. Νομίζω πως αυτή η συνεργασία ωφέλησε και τις δυο πλευρές. Επίσης θέλω να αναφέρω ότι την επιμέλεια της έκθεσης ανέλαβε ο εικαστικός και καθηγητής του Τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών Φλώρινας, Χάρης Κοντοσφύρης προσφέροντας τις πολύτιμες γνώσεις του. Η συνεργασία αυτή θα συνεχιστεί τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε ευρύτερα επίπεδα συνεργασίας με το Τ.Ε.Ε.Τ. και το Μ.Σ.Τ. Εν’ τέλη, ουδέν κακόν αμιγές καλού, αφού το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης αποτελεί τον ιδανικότερο χώρο στην πόλη για την φιλοξενία τέτοιων εκδηλώσεων. Δεδομένης της πλούσιας καλλιτεχνικής παραγωγής που υπάρχει στη Φλώρινα, η ενεργητική παρουσία του είναι αναγκαία. Θα πρέπει οι αρμόδιοι φορείς να λάβουν σοβαρά υπ’ όψη τους την προσφορά του και να το βοηθήσουν να ξεπεράσει τα προβλήματα του.
Στα εγκαίνια της έκθεσης αναφέρθηκε ότι το «Παρατηρώ» θα παρουσιαστεί και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Ήδη έχει συζητηθεί το ενδεχόμενο η έκθεση αυτή μέσα στο 2014 να ταξιδέψει όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Η Θεσσαλονίκη, η Λαμία και η Βέροια είναι κάποιοι από τους προορισμούς. Δεν θα αποκαλύψω ακόμα τους υπόλοιπους, γιατί θα πρέπει πρώτα να λυθούν κάποια οικονομικά ζητήματα, αφού η μεταφορά και η φιλοξενία μιας έκθεσης έχει ένα σχετικό κόστος.
Ποιοι ήταν μέχρι στιγμής οι οικονομικοί υποστηρικτές σας;
Ήταν ο Δήμος Φλώρινας, η Μ.Ε.Τ.Ε. ΑΕ, το μεζεδοπωλείο «Κουκούτσι», Αuto Soumbasis και Soumbasis rent a car, οι πέτρινοι ξενώνες «Πλειάδες» και το ξενοδοχείο «Φιλαρέτη». Τους ευχαριστώ όλους γιατί χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί καμία από τις εκδηλώσεις του «Φωτογραφικού Χειμώνα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου