Το Σάββατο 4 Οκτωβρίου το απόγευμα, κλιμάκιο συναγωνιστών από τη Φλώρινα και την Καστοριά πραγματοποίησαν στην κοινότητα Κώττα Φλώρινας, την ετήσια εκδήλωση της Χρυσής Αυγής στη Δυτική Μακεδονία για τον Μακεδονομάχο οπλαρχηγό Κωνσταντίνο Χρήστου (Καπετάν-Κώττας).
Ο Γραμματέας της Π.Ο. Δυτικής Μακεδονίας, συναγωνιστής Τούφας Στέλιος και ο εκπρόσωπος της Τ.Ο. Φλώρινας, συναγωνιστής Νομικός Κωνσταντίνος, κατέθεσαν στεφάνι στο άγαλμα του Κώττα, στην ομώνυμη κοινότητα της Φλώρινας. Ο Καπετάν-Κώττας κρεμάστηκε από τους Τούρκους στο Μοναστήρι στις 27 Σεπτεμβρίου 1905.
Η Χρυσή Αυγή τιμά τους "ξεχασμένους" ήρωες του Μακεδονικού Αγώνα σε όλη τη Δυτική Μακεδονία, καθώς και με παρεμβάσεις της στο Ευρωκοινοβούλιο, την ώρα που η χούντα Σαμαρά-Βενιζέλου ξεπουλά το όνομα της Μακεδονίας και δεν κρατάει ούτε τα προσχήματα στα διεθνή "φόρα" σχετικά με την τύχη του λεγόμενου "Μακεδονικού ζητήματος". Εμείς οι Έλληνες Εθνικιστές τους δηλώνουμε ξεκάθαρα ότι δεν διαπραγματευόμαστε την Ιστοριά μας και την Ελληνικότητα της Μακεδονίας.
Για το έργο και τις τελευταίες στιγμές του Καπετάν Κώττα, αντιγράφουμε από το ιστολόγιο "Εγκόλπιον":
Τιμούμε σήμερα τον Μακεδονομάχο που εκπαίδευσε μια σειρά από εξαίρετους Μακεδονομάχους που θα γίνονταν κατόπιν εξαίρετοι καπετάνιοι: Ο Σίμος άπ' τα Άλωνα, ο Μακρής, ο Καούδης, ο Νταλίπης, ο Κύρου, ο Μελέτσκος ή Παναγιωτίδης, ο Βαγενάς, ο Κολίτσης, ο Νταηλάκης, ο Γρηγορίου, ο Πύρζας, ο Πάπας, ο Παρασκευαίδης, ο Περράκης... Τιμούμε σήμερα τον καπετάνιο που έπεσε θύμα προδοσίας και τον Ιούνιο του 1904 αιφνιδιάστηκε από τουρκικό απόσπασμα εδώ στο σπίτι του Ρούλια και φυλακίστηκε στο Μοναστήρι... που για μας θα είναι πάντα μοναστήρι, για άλλους είναι Μπίτολα... Το Ατ' Παζάρ πάντα είναι γιομάτο κόσμο. Η κεντρική μεγάλη πλατεία του Μοναστηρίου. Εκεί γίνεται το παζάρι, ο περίπατος, το αλισβερίσι...
Μα σήμερα ψυχή δεν έχει...
Στη μέση της πλατείας υψώνεται ένας στύλος, που σχηματίζει ένα μεγάλο κεφαλαίο Γ μ ένα σκοινί, που λεύτερο πηγαίνει κατά τα κέφια του αέρα. Τον αγέρα που σήμερα χαλάει τον κόσμο.
Ο ήλιος ακόμα δεν έχει καλοβγεί, όταν τον φέρνουν. Στρατιώτες μπροστά να κοιτάνε με υποψία τα στενώματα, άλλοι στρατιώτες μ' έφ' όπλου λόγχη, αξιωματικοί να δίνουν τον τόνο στο βάδισμα κι ο κύκλος άδειος, και μέσα στον κύκλο ο καπετάνιος. Δύο δεσμοφύλακες, θεριά ως εκεί πάνω, τον κρατούν από τους ώμους και τον σπρώχνουν... Πίσω πάλι, όλη θαρρείς η Τουρκία να συνοδεύει τον Ένα...
Ο Κώττας περπατάει με μεγάλες δρασκελιές. Τα σχισμένα, ματωμένα χείλια του χαμογελούν. Τι τον νοιάζει τώρα εκείνον για τις διαταγές που δίνονται, τι τον νοιάζει για το σκοινί που βάζουν στο λαιμό του; Ποιος ακούει τον εισαγγελέα που διαβάζει την καταδικαστική απόφαση, ποιόν ρωτάνε: «Έχεις τίποτα να πεις;»
Τούτη την ώρα ο Κώττας χαϊδεύει τα κεφάλια των παιδιών του, μπαίνει στο σπίτι του, παίρνει την Ζωή στην αγκαλιά του, χορεύει μαζί της, βγαίνει στο χαγιάτι, βλέπει απέναντι στο Πράσινο, ακούει το ποτάμι, καμαρώνει τα κάστανα που έχουν σχεδόν γίνει μέσα στο καύκαλό τους, κουνάει το χέρι στους συντοπίτες του, πηγαίνει στο Ανταρκτικό κρατώντας στην χούφτα του ένα νόμισμα. Βρίσκει εκεί τον Βασίλη, τον παπαδημήτρη, όλα τα παλικάρια του και ανεβαίνουν μαζί ως τις λίμνες. Οι καλαμιές τρεμουλιάζουν, το νερό είναι φουσκωμένο, ο Αγιος Αχίλλειος αντιστέκεται έρημος, μοναχός στο τόσο νερό. «Ματοβαμμένες λίμνες μου», ψελλίζει κι είναι όλος ευτυχία που τις αντίκρισε πάλι.
Λοιπόν καπετάνιο, θες τίποτα; Ανυπόμονη είναι η φωνή.
Τότε συνέρχεται ο Κώττας. Τα μάτια του αστράφτουν στ' αυγινό φως κι οι πληγές του τώρα, θαρρείς και χάθηκαν. Κι η φωνή του που την ξέραν τα φαράγγια των Κορεστίων και οι Πρέσπες, βουερή σαν όλους μαζί τους αγέρηδες να' χε μέσα της τάραξε το κοιμισμένο Μοναστήρι.
- Ντα ζίβι γκ(ι)ρτσια (να ζει η Ελλάδα), στην ντοπολαλιά...
Και δίνει ένα σάλτο το λιοντάρι, κλοτσάει το σκαμνί που πάταγε, τρεμοπαίζει τρομαγμένο το σκοινί, τσιτώνεται το σκοινί, μπαίνει βαθιά στην στεγνή σάρκα το σκοινί, το κορμί ταλαντεύεται βίαια, το βάρος μεγαλώνει, κρατάει για λίγο το κόκαλο στον τράχηλο, δεν αντέχει άλλο το κόκαλο, ανατριχιαστικά σπάει, τα μάτια βγαλμένα άπ' τις κόγχες τους, αγριεμένα, κοιτούν ακόμη προς τις λατρευτές λίμνες.
Ο αγέρας, που για μια στιγμή σταμάτησε, θέλησε να νανουρίσει το παλικάρι. Αλαφρά, μη το ξυπνήσει, το λίκνισε. Κι ο ήλιος ήρθε τρυφερά και τον ασπάστηκε στο στόμα... Ήταν 27 Σεπτέμβρη του 1905.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου