Η στάση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στις διαπραγματεύσεις με βάση τη «δανειακή σύμβαση» και το μνημόνιο είναι αποκαλυπτική. Προσφέρεται για συμπεράσματα, αφού αξιοποιείται ήδη από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, που δηλώνουν ότι η κυβέρνηση κλέβει τη δική τους πολιτική.
Είναι σημαντικό, ασφαλώς, το να συνειδητοποιείται ότι η κυβέρνηση κοροϊδεύει το λαό, ότι η πολιτική της είναι αντιλαϊκή, υπηρετεί τα μεγάλα συμφέροντα. Όμως, σε συνθήκες που κυριαρχούν οι μειωμένες απαιτήσεις, που καλλιεργούνται στρεβλά κριτήρια, όπως «και ένα όχι να πει η κυβέρνηση καλό είναι, να μην τα δέχονται όλα» ή «και ένα - δυο να κάνουν θα 'μαστε ευχαριστημένοι», η συζήτηση επιβάλλεται, ούτως ή άλλως, να πάει πιο βαθιά.
Για αυτό και στη σκέψη των εργαζομένων οι κάθε φορά εμφανιζόμενες «ασυνέπειες» και «υποχωρήσεις» της κυβέρνησης χρειάζεται να πατούν γερά σε ένα συμπέρασμα, στην απάντηση ποιος είναι ο χαρακτήρας των διαπραγματεύσεων, τι πάνε αυτές να λύσουν, σε ποιο δρόμο δεσμεύεται η κυβέρνηση και καλλιεργεί απατηλές ελπίδες για το λαό.
Σύγκρουση συμφερόντων στην πλάτη του λαού
Η κόντρα ανάμεσα σε ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, όπως οι ΗΠΑ αλλά και η Γαλλία και η Ιταλία με τη Γερμανία, δεν γίνεται γιατί λυπήθηκαν εντέλει τους εργαζόμενους ή γιατί κάποιες αστικές τάξεις στην Ευρωζώνη έχουν συμφέρον που συμπίπτει με το τέλος των αντεργατικών μέτρων που έχουν φέρει το λαό σε αδιέξοδο. Πίσω από τον όρο «τέλος της λιτότητας» τα επιτελεία της ΕΕ, της ΕΚΤ, του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ δίνουν συγκεκριμένο περιεχόμενο: Να τελειώσουν οι περιορισμοί στις επιδοτήσεις προς τους επιχειρηματικούς ομίλους από τον κρατικό προϋπολογισμό και τις τράπεζες, που ο λαός θα τα φεσωθεί και πάλι ως χρέος που πρέπει αυτός να πληρώσει. Οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί πηγάζουν από το γεγονός ότι στο πλαίσιο της καπιταλιστικής αγοράς, του ανισότιμου χαρακτήρα της, κάθε αστική τάξη, ανάμεσά τους και αυτή της Ελλάδας, δεν βάζει τον ίδιο όγκο κεφαλαίων, δεν έχει την ίδια οικονομική, πολιτική, στρατιωτική δύναμη. Όλες τους, όμως, επιδιώκουν να κερδίσουν όσο το δυνατό περισσότερα κέρδη. Καύσιμη ύλη είναι σε κάθε περίπτωση τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα. Τόσο το πρόγραμμα Ντράγκι και οι άλλες παρεμβάσεις της ΕΚΤ όσο και το «πακέτο» Γιούνκερ της ΕΕ, με τα κεφάλαια που προορίζει για τους μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους, στόχο έχουν να λύσουν τα χέρια στα μονοπώλια με πρόσθετα κεφάλαια και όρο την πάμφθηνη εργατική δύναμη.
Αυτό είναι το κριτήριο που αποτελεί καταλύτη για τις εξελίξεις. Αυτοί είναι οι κανόνες που όλοι τους αποδέχονται και σέβονται.
Οι Συνθήκες της ΕΕ και ο εξωραϊσμός τους
Η κυβέρνηση επαναλαμβάνει, υπερασπιζόμενη προκλητικά την ΕΕ, ότι οι Συνθήκες της, οι ιδρυτικές αρχές της δεν περιλαμβάνουν λιτότητα και μνημόνια. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα. Ας αφήσουμε όμως τις ίδιες τις Συνθήκες να το τεκμηριώσουν:
Τόσο η ιδρυτική Συνθήκη της ΕΟΚ, αυτή της Ρώμης το 1957, όσο και η αντίστοιχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Μάαστριχτ το 1992, καθορίζουν, με την ίδια διατύπωση, ότι ο θεμελιώδης στόχος της ύπαρξης και της δράσης της ΕΕ είναι η ανάπτυξη μιας «ανταγωνιστικής κοινωνικής οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, με ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό». Και οι δυο αυτές Συνθήκες θεμελιώνονται στο καπιταλιστικό σύστημα και στις γνωστές 4 ελευθερίες που κατοχυρώνουν την ελεύθερη κίνηση του κεφαλαίου, των εργαζομένων, των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών. Αυτά είναι τα στοιχεία πάνω στα οποία γεννήθηκε και θεμελιώνεται η Ευρωπαϊκή Ένωση ως διακρατική ένωση του κεφαλαίου. Χωρίς αυτά, η ΕΕ, ως τέτοια, δεν έχει λόγο ύπαρξης για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο και τους πολιτικούς εκφραστές του. Η «απελευθέρωση των αγορών», το «δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης των επιχειρήσεων», το «δικαίωμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και κυκλοφορίας των εργαζομένων» στα κράτη - μέλη της ΕΕ είναι τα μόνα ...δικαιώματα που αναγνωρίζει η ΕΕ στη Συνθήκη της Λισαβόνας του 2007, συνθήκη που τροποποιεί και εκσυγχρονίζει την Ιδρυτική Συνθήκη της ΕΕ, αυτή του Μάαστριχτ και όσες ακολούθησαν.
Προκειμένου να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι της ΕΕ, η Συνθήκη της Λισαβόνας αναφέρεται στην υπεροχή του δικαίου της ΕΕ πάνω στα αντίστοιχα των κρατών - μελών, ενώ προβλέπεται ο συντονισμός της δράσης σε όλους τους τομείς: Απασχόληση, όροι εργασίας, Κοινωνική Ασφάλιση, συλλογικές διαπραγματεύσεις κ.ά.
Αυτή είναι η βάση της αντιλαϊκής γενικευμένης επίθεσης και στην Ελλάδα και σε κάθε χώρα. [Ένα παράδειγμα: Πώς άραγε μπορεί να υπάρξει ουσιαστική πάταξη της φοροδιαφυγής, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ; Ακόμα και αν είχε τέτοια πρόθεση, που δεν έχει βέβαια μια κυβέρνηση διαχείρισης του συστήματος, η ίδια η αρχή της απελευθέρωσης του κεφαλαίου, η «απαγόρευση οποιουδήποτε περιορισμού των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών - μελών και μεταξύ κρατών - μελών και τρίτων χωρών» (Συνθήκη Λισαβόνας - Άρθρο 63) δίνει αμέτρητες επιλογές στο κεφάλαιο να ξεγλιστρά σα χέλι. Αποσκοπεί στο να εξασφαλίζει τους όρους της μεγαλύτερης κερδοφορίας του].
Συνακόλουθα, με βάση τις συνθήκες της ΕΕ και τις παραπάνω διατάξεις τους, πώς να μην είναι απατηλή, παραπλανητική η κυβερνητική φιλολογία περί φραγμού στις ιδιωτικοποιήσεις; Με όποια μορφή, απευθείας ή μέσω συμπράξεων με το κράτος, το κεφάλαιο έχει απόλυτη ελευθερία κινήσεων και με τη βούλα των συνθηκών της ΕΕ.
Το σε ποιο δρόμο ήδη βαδίζει και θα βαδίσει η κυβέρνηση αποδεικνύεται από μια και μόνο διαβεβαίωσή της: «Σεβόμαστε το Σύμφωνο Σταθερότητας». Αυτή η διαβεβαίωση θα μπορούσε και από μόνη της να σταθεί αυτοτελώς ως οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Και αυτό γιατί το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης είναι ουσιαστικά το «Οικονομικό Σύνταγμα της ΕΕ». Από το 1997, που εγκρίθηκε, μέχρι σήμερα, με τους όποιους εκσυγχρονισμούς του, αποτελεί τον οδηγό της ΕΕ για να «εξασφαλίσει ότι η προσπάθεια δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών - μελών θα συνεχιστεί μετά την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος». Το Σύμφωνο Σταθερότητας αποτελεί το «πειθαρχικό πλαίσιο», με βάση εξοντωτικές οικονομικές ποινές και πρόστιμα, με το οποίο τα κράτη - μέλη προώθησαν τις αναγκαίες για το κεφάλαιο καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Προβλέπει την οικονομική επιτήρηση στη βάση των στόχων για τη μη υπέρβαση του ορίου 3% του δημοσιονομικού ελλείμματος σε κάθε χώρα και του 60% του ΑΕΠ για το δημόσιο χρέος. Έχει καθιερώσει τις λεγόμενες Συστάσεις Ανά Χώρα και τον έλεγχο των προϋπολογισμών κάθε κράτους - μέλους με βάση τη διαδικασία ετήσιου κύκλου ελέγχων, που ονομάζεται «ευρωπαϊκό εξάμηνο». Αυτή είναι η Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση, τα διαρκή μνημόνια της ΕΕ.
Άλλος συσχετισμός στη λυκοσυμμαχία ή αποδέσμευση με το λαό στην εξουσία;
Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι η έντονη συζήτηση αυτών των ημερών, περί «μοχθηρού Σόιμπλε», περί «Γερμανοκρατούμενης ΕΕ», δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Επιχειρεί να καλλιεργήσει πλατιά στο λαό την αυταπάτη ότι, με έναν άλλο συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις αστικές τάξεις, η ΕΕ μπορεί να αλλάξει σε φιλολαϊκή κατεύθυνση, η αντεργατική επίθεση μπορεί να ανακοπεί με το «τέλος της λιτότητας».
Αυτό το συμπέρασμα δεν έχει καμιά βάση. Αυθαίρετα παρακάμπτει την αποστολή, τους λόγους που δημιουργήθηκε η ΕΕ, τους νόμους της καπιταλιστικής οικονομίας, που βασίζονται στο κριτήριο του κέρδους και επιχειρούν μια βολική αλλά αβάσιμη αφαίρεση που βιάζει την πραγματικότητα και προσκρούει στην ίδια τη λαϊκή πείρα. Δεν υπάρχει πιο στέρεη βάση για να κριθεί μια «ελπίδα» παρά από το σε ποιο πλαίσιο, σε ποιο δρόμο κάθε πολιτική δύναμη επικαλείται ότι αυτή θα υλοποιηθεί. Οι «ελπίδες», λοιπόν, που προβάλλει η κυβέρνηση εντός του πλαισίου της ΕΕ, του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, δεν μπορούν να ξεφύγουν από την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, την απελευθέρωση των αγορών. Δεν μπορούν να ξεπερνούν τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, τα ισοδύναμα, τη διαρκή επιτήρηση που η ΕΕ και το μεγάλο κεφάλαιο, - η ίδια η εξουσία του, - επιτάσσουν. Το μαρτυρούν αυτό άλλωστε και τα διακηρυγμένα ψίχουλα της κυβέρνησης, που, με ορίζοντα τετραετίας, κουτσουρεύονται και τρενάρονται.
Η πολιτική πρόταση που παίρνει υπόψη της με ποιον αντίπαλο έχουν να κάνουν πραγματικά οι λαοί, – που δεν είναι άλλος από τα μονοπώλια, την εξουσία τους και τις ενώσεις που τα υπηρετούν, – είναι αυτή του ΚΚΕ. Αυτή δημιουργεί πολιτικές προϋποθέσεις για να σηκώσει πραγματικά το κεφάλι του ο λαός, να δει όλο το γήπεδο, να πάρει υπόψη του όλα τα δεδομένα. Τη σύγκρουση με το κεφάλαιο και την εξουσία του, με την ΕΕ, το ΚΚΕ όχι μόνο τη διακηρύσσει αλλά δουλεύει γι' αυτήν, προετοιμάζοντας το λαό καθημερινά. Και, αν ο ίδιος πάρει τις αποφάσεις του, μπορεί να εμπιστευθεί αυτόν το δρόμο της πραγματικής σύγκρουσης και να συνειδητοποιήσει καλύτερα πως αυτός δεν έχει καμιά σχέση με τα «διαπραγματευτικά τρικ», που βλέπει αυτές τις μέρες από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, εντός των τειχών, στο αντιλαϊκό παζάρι των μονοπωλίων.
Το αν ο λαός έχει το κεφάλι ψηλά ή χαμηλά κρίνεται από το αν και τι πραγματικά διεκδικεί ο ίδιος στο δρόμο της ταξικής πάλης. Κρίνεται από τη διεκδίκηση της ανάκτησης των απωλειών στο δρόμο της σύγκρουσης με την εξουσία των αστών για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, με αποδέσμευση από τη λυκοσυμμαχία της ΕΕ, με το λαό απαλλαγμένο από το χρέος, ιδιοκτήτη του πλούτου που ο ίδιος παράγει.
Είναι σημαντικό, ασφαλώς, το να συνειδητοποιείται ότι η κυβέρνηση κοροϊδεύει το λαό, ότι η πολιτική της είναι αντιλαϊκή, υπηρετεί τα μεγάλα συμφέροντα. Όμως, σε συνθήκες που κυριαρχούν οι μειωμένες απαιτήσεις, που καλλιεργούνται στρεβλά κριτήρια, όπως «και ένα όχι να πει η κυβέρνηση καλό είναι, να μην τα δέχονται όλα» ή «και ένα - δυο να κάνουν θα 'μαστε ευχαριστημένοι», η συζήτηση επιβάλλεται, ούτως ή άλλως, να πάει πιο βαθιά.
Για αυτό και στη σκέψη των εργαζομένων οι κάθε φορά εμφανιζόμενες «ασυνέπειες» και «υποχωρήσεις» της κυβέρνησης χρειάζεται να πατούν γερά σε ένα συμπέρασμα, στην απάντηση ποιος είναι ο χαρακτήρας των διαπραγματεύσεων, τι πάνε αυτές να λύσουν, σε ποιο δρόμο δεσμεύεται η κυβέρνηση και καλλιεργεί απατηλές ελπίδες για το λαό.
Σύγκρουση συμφερόντων στην πλάτη του λαού
Η κόντρα ανάμεσα σε ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, όπως οι ΗΠΑ αλλά και η Γαλλία και η Ιταλία με τη Γερμανία, δεν γίνεται γιατί λυπήθηκαν εντέλει τους εργαζόμενους ή γιατί κάποιες αστικές τάξεις στην Ευρωζώνη έχουν συμφέρον που συμπίπτει με το τέλος των αντεργατικών μέτρων που έχουν φέρει το λαό σε αδιέξοδο. Πίσω από τον όρο «τέλος της λιτότητας» τα επιτελεία της ΕΕ, της ΕΚΤ, του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ δίνουν συγκεκριμένο περιεχόμενο: Να τελειώσουν οι περιορισμοί στις επιδοτήσεις προς τους επιχειρηματικούς ομίλους από τον κρατικό προϋπολογισμό και τις τράπεζες, που ο λαός θα τα φεσωθεί και πάλι ως χρέος που πρέπει αυτός να πληρώσει. Οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί πηγάζουν από το γεγονός ότι στο πλαίσιο της καπιταλιστικής αγοράς, του ανισότιμου χαρακτήρα της, κάθε αστική τάξη, ανάμεσά τους και αυτή της Ελλάδας, δεν βάζει τον ίδιο όγκο κεφαλαίων, δεν έχει την ίδια οικονομική, πολιτική, στρατιωτική δύναμη. Όλες τους, όμως, επιδιώκουν να κερδίσουν όσο το δυνατό περισσότερα κέρδη. Καύσιμη ύλη είναι σε κάθε περίπτωση τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα. Τόσο το πρόγραμμα Ντράγκι και οι άλλες παρεμβάσεις της ΕΚΤ όσο και το «πακέτο» Γιούνκερ της ΕΕ, με τα κεφάλαια που προορίζει για τους μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους, στόχο έχουν να λύσουν τα χέρια στα μονοπώλια με πρόσθετα κεφάλαια και όρο την πάμφθηνη εργατική δύναμη.
Αυτό είναι το κριτήριο που αποτελεί καταλύτη για τις εξελίξεις. Αυτοί είναι οι κανόνες που όλοι τους αποδέχονται και σέβονται.
Οι Συνθήκες της ΕΕ και ο εξωραϊσμός τους
Η κυβέρνηση επαναλαμβάνει, υπερασπιζόμενη προκλητικά την ΕΕ, ότι οι Συνθήκες της, οι ιδρυτικές αρχές της δεν περιλαμβάνουν λιτότητα και μνημόνια. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα. Ας αφήσουμε όμως τις ίδιες τις Συνθήκες να το τεκμηριώσουν:
Τόσο η ιδρυτική Συνθήκη της ΕΟΚ, αυτή της Ρώμης το 1957, όσο και η αντίστοιχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Μάαστριχτ το 1992, καθορίζουν, με την ίδια διατύπωση, ότι ο θεμελιώδης στόχος της ύπαρξης και της δράσης της ΕΕ είναι η ανάπτυξη μιας «ανταγωνιστικής κοινωνικής οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, με ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό». Και οι δυο αυτές Συνθήκες θεμελιώνονται στο καπιταλιστικό σύστημα και στις γνωστές 4 ελευθερίες που κατοχυρώνουν την ελεύθερη κίνηση του κεφαλαίου, των εργαζομένων, των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών. Αυτά είναι τα στοιχεία πάνω στα οποία γεννήθηκε και θεμελιώνεται η Ευρωπαϊκή Ένωση ως διακρατική ένωση του κεφαλαίου. Χωρίς αυτά, η ΕΕ, ως τέτοια, δεν έχει λόγο ύπαρξης για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο και τους πολιτικούς εκφραστές του. Η «απελευθέρωση των αγορών», το «δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης των επιχειρήσεων», το «δικαίωμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και κυκλοφορίας των εργαζομένων» στα κράτη - μέλη της ΕΕ είναι τα μόνα ...δικαιώματα που αναγνωρίζει η ΕΕ στη Συνθήκη της Λισαβόνας του 2007, συνθήκη που τροποποιεί και εκσυγχρονίζει την Ιδρυτική Συνθήκη της ΕΕ, αυτή του Μάαστριχτ και όσες ακολούθησαν.
Προκειμένου να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι της ΕΕ, η Συνθήκη της Λισαβόνας αναφέρεται στην υπεροχή του δικαίου της ΕΕ πάνω στα αντίστοιχα των κρατών - μελών, ενώ προβλέπεται ο συντονισμός της δράσης σε όλους τους τομείς: Απασχόληση, όροι εργασίας, Κοινωνική Ασφάλιση, συλλογικές διαπραγματεύσεις κ.ά.
Αυτή είναι η βάση της αντιλαϊκής γενικευμένης επίθεσης και στην Ελλάδα και σε κάθε χώρα. [Ένα παράδειγμα: Πώς άραγε μπορεί να υπάρξει ουσιαστική πάταξη της φοροδιαφυγής, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ; Ακόμα και αν είχε τέτοια πρόθεση, που δεν έχει βέβαια μια κυβέρνηση διαχείρισης του συστήματος, η ίδια η αρχή της απελευθέρωσης του κεφαλαίου, η «απαγόρευση οποιουδήποτε περιορισμού των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών - μελών και μεταξύ κρατών - μελών και τρίτων χωρών» (Συνθήκη Λισαβόνας - Άρθρο 63) δίνει αμέτρητες επιλογές στο κεφάλαιο να ξεγλιστρά σα χέλι. Αποσκοπεί στο να εξασφαλίζει τους όρους της μεγαλύτερης κερδοφορίας του].
Συνακόλουθα, με βάση τις συνθήκες της ΕΕ και τις παραπάνω διατάξεις τους, πώς να μην είναι απατηλή, παραπλανητική η κυβερνητική φιλολογία περί φραγμού στις ιδιωτικοποιήσεις; Με όποια μορφή, απευθείας ή μέσω συμπράξεων με το κράτος, το κεφάλαιο έχει απόλυτη ελευθερία κινήσεων και με τη βούλα των συνθηκών της ΕΕ.
Το σε ποιο δρόμο ήδη βαδίζει και θα βαδίσει η κυβέρνηση αποδεικνύεται από μια και μόνο διαβεβαίωσή της: «Σεβόμαστε το Σύμφωνο Σταθερότητας». Αυτή η διαβεβαίωση θα μπορούσε και από μόνη της να σταθεί αυτοτελώς ως οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Και αυτό γιατί το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης είναι ουσιαστικά το «Οικονομικό Σύνταγμα της ΕΕ». Από το 1997, που εγκρίθηκε, μέχρι σήμερα, με τους όποιους εκσυγχρονισμούς του, αποτελεί τον οδηγό της ΕΕ για να «εξασφαλίσει ότι η προσπάθεια δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών - μελών θα συνεχιστεί μετά την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος». Το Σύμφωνο Σταθερότητας αποτελεί το «πειθαρχικό πλαίσιο», με βάση εξοντωτικές οικονομικές ποινές και πρόστιμα, με το οποίο τα κράτη - μέλη προώθησαν τις αναγκαίες για το κεφάλαιο καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Προβλέπει την οικονομική επιτήρηση στη βάση των στόχων για τη μη υπέρβαση του ορίου 3% του δημοσιονομικού ελλείμματος σε κάθε χώρα και του 60% του ΑΕΠ για το δημόσιο χρέος. Έχει καθιερώσει τις λεγόμενες Συστάσεις Ανά Χώρα και τον έλεγχο των προϋπολογισμών κάθε κράτους - μέλους με βάση τη διαδικασία ετήσιου κύκλου ελέγχων, που ονομάζεται «ευρωπαϊκό εξάμηνο». Αυτή είναι η Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση, τα διαρκή μνημόνια της ΕΕ.
Άλλος συσχετισμός στη λυκοσυμμαχία ή αποδέσμευση με το λαό στην εξουσία;
Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι η έντονη συζήτηση αυτών των ημερών, περί «μοχθηρού Σόιμπλε», περί «Γερμανοκρατούμενης ΕΕ», δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Επιχειρεί να καλλιεργήσει πλατιά στο λαό την αυταπάτη ότι, με έναν άλλο συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις αστικές τάξεις, η ΕΕ μπορεί να αλλάξει σε φιλολαϊκή κατεύθυνση, η αντεργατική επίθεση μπορεί να ανακοπεί με το «τέλος της λιτότητας».
Αυτό το συμπέρασμα δεν έχει καμιά βάση. Αυθαίρετα παρακάμπτει την αποστολή, τους λόγους που δημιουργήθηκε η ΕΕ, τους νόμους της καπιταλιστικής οικονομίας, που βασίζονται στο κριτήριο του κέρδους και επιχειρούν μια βολική αλλά αβάσιμη αφαίρεση που βιάζει την πραγματικότητα και προσκρούει στην ίδια τη λαϊκή πείρα. Δεν υπάρχει πιο στέρεη βάση για να κριθεί μια «ελπίδα» παρά από το σε ποιο πλαίσιο, σε ποιο δρόμο κάθε πολιτική δύναμη επικαλείται ότι αυτή θα υλοποιηθεί. Οι «ελπίδες», λοιπόν, που προβάλλει η κυβέρνηση εντός του πλαισίου της ΕΕ, του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, δεν μπορούν να ξεφύγουν από την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, την απελευθέρωση των αγορών. Δεν μπορούν να ξεπερνούν τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, τα ισοδύναμα, τη διαρκή επιτήρηση που η ΕΕ και το μεγάλο κεφάλαιο, - η ίδια η εξουσία του, - επιτάσσουν. Το μαρτυρούν αυτό άλλωστε και τα διακηρυγμένα ψίχουλα της κυβέρνησης, που, με ορίζοντα τετραετίας, κουτσουρεύονται και τρενάρονται.
Η πολιτική πρόταση που παίρνει υπόψη της με ποιον αντίπαλο έχουν να κάνουν πραγματικά οι λαοί, – που δεν είναι άλλος από τα μονοπώλια, την εξουσία τους και τις ενώσεις που τα υπηρετούν, – είναι αυτή του ΚΚΕ. Αυτή δημιουργεί πολιτικές προϋποθέσεις για να σηκώσει πραγματικά το κεφάλι του ο λαός, να δει όλο το γήπεδο, να πάρει υπόψη του όλα τα δεδομένα. Τη σύγκρουση με το κεφάλαιο και την εξουσία του, με την ΕΕ, το ΚΚΕ όχι μόνο τη διακηρύσσει αλλά δουλεύει γι' αυτήν, προετοιμάζοντας το λαό καθημερινά. Και, αν ο ίδιος πάρει τις αποφάσεις του, μπορεί να εμπιστευθεί αυτόν το δρόμο της πραγματικής σύγκρουσης και να συνειδητοποιήσει καλύτερα πως αυτός δεν έχει καμιά σχέση με τα «διαπραγματευτικά τρικ», που βλέπει αυτές τις μέρες από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, εντός των τειχών, στο αντιλαϊκό παζάρι των μονοπωλίων.
Το αν ο λαός έχει το κεφάλι ψηλά ή χαμηλά κρίνεται από το αν και τι πραγματικά διεκδικεί ο ίδιος στο δρόμο της ταξικής πάλης. Κρίνεται από τη διεκδίκηση της ανάκτησης των απωλειών στο δρόμο της σύγκρουσης με την εξουσία των αστών για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, με αποδέσμευση από τη λυκοσυμμαχία της ΕΕ, με το λαό απαλλαγμένο από το χρέος, ιδιοκτήτη του πλούτου που ο ίδιος παράγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου