«Ποτέ ξανά φτωχός»
Υπήρχε κάποτε ένας δημοσιογράφος που δούλευε πολύ σκληρά και ήταν πολύ δίκαιος, αλλά δεν κέρδιζε αρκετά χρήματα για να ζήσει και στο τέλος δεν του έμεινε τίποτα στον κόσμο, εκτός από ένα κομμάτι χαρτί που έφτανε ίσα ίσα για να γράψει ένα άρθρο.
Έτσι, φύλαξε το χαρτί, γιατί το πρωί ήθελε να ξυπνήσει νωρίς και να πιάσει δουλειά. Η συνείδησή του ήταν καθαρή και η καρδιά του γαλήνια παρά τα προβλήματα που είχε. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και γεμάτος πίστη αποκοιμήθηκε.
Το πρωί, αφού προσευχήθηκε πήγε στο παλιό ξύλινο γραφεί του για δουλειά, και τότε είδε έκπληκτος το άρθρο γραμμένο! Ο αγαθός δημοσιογράφος δεν ήξερε τι να πει ή τι να σκεφτεί γι’ αυτό το παράξενο πράγμα που του συνέβη. Διάβασε προσεκτικά το άρθρο και παρατήρησε ότι ήταν καλογραμμένο με μεγάλη δεξιοτεχνία: δεν υπήρχε ούτε ένα λάθος, ήταν γραμμένο τόσο κομψά και με τόση ακρίβεια που ήταν στ’ αλήθεια ένα αριστούργημα.
Την ίδια μέρα το έδωσε στην εφημερίδα του, ο αρχισυντάκτης έμεινε ενθουσιασμένος και πρόθυμα, έδωσε στον δημοσιογράφο περισσότερα χρήματα απ’ ότι άξιζε.
Ο φτωχός δημοσιογράφος με αυτά τα χρήματα, αγόρασε αρκετό χαρτί και μελάνι για να συνεχίσει να γράφει.
Το βράδυ σταμάτησε τη δουλειά και έπεσε για ύπνο νωρίς ώστε το επόμενο πρωί να ξυπνήσει έγκαιρα για να τελειώσει τα άρθρα του, αλλά δεν χρειάστηκε να το κάνει, γιατί μόλις σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, είδε τα άρθρα έτοιμα πάνω στο παλιό ξύλινο γραφείο του.
Πριν ο δημοσιογράφος προλάβει να σκεφτεί τι είχε συμβεί, ήρθε ο αρχισυντάκτης και πλήρωσε γενναιόδωρα όλα τα άρθρα, ενθουσιασμένος από το προηγούμενο, έτσι μάζεψε αρκετά χρήματα, αυτό συνέβαινε συνέχεια, ξανά και ξανά ώσπου στο τέλος ο δημοσιογράφος έγινε εύπορος.
Μια νύχτα, καθώς κάθονταν μόνος σκέφτηκε και είπε «Απόψε, θα ήθελα να μείνω ξύπνιος και να παραφυλάξω, ίσως να δω ποιος έρχεται και τελειώνει τη δουλειά μου», έτσι αφού άφησε ένα αναμμένο κερί για να βλέπει στο σκοτάδι, κρύφτηκε σε μια γωνιά του γραφείου πίσω από μια μακριά κουρτίνα που κρέμονταν εκεί και περίμενε να δει τι θα συνέβαινε.
Μόλις το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα, εμφανίστηκαν δύο μικροί νάνοι που ήταν γυμνοί και κάθισαν στον γραφείο του δημοσιογράφου, πήραν χαρτί και μελάνι και με τα μικρά τους δάχτυλα άρχισαν να γράφουν τόσο γρήγορα που ο δημοσιογράφος έμεινε με το στόμα ανοιχτό και για λίγη ώρα δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω τους.
Μια νύχτα, καθώς κάθονταν μόνος σκέφτηκε και είπε «Απόψε, θα ήθελα να μείνω ξύπνιος και να παραφυλάξω, ίσως να δω ποιος έρχεται και τελειώνει τη δουλειά μου», έτσι αφού άφησε ένα αναμμένο κερί για να βλέπει στο σκοτάδι, κρύφτηκε σε μια γωνιά του γραφείου πίσω από μια μακριά κουρτίνα που κρέμονταν εκεί και περίμενε να δει τι θα συνέβαινε.
Μόλις το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα, εμφανίστηκαν δύο μικροί νάνοι που ήταν γυμνοί και κάθισαν στον γραφείο του δημοσιογράφου, πήραν χαρτί και μελάνι και με τα μικρά τους δάχτυλα άρχισαν να γράφουν τόσο γρήγορα που ο δημοσιογράφος έμεινε με το στόμα ανοιχτό και για λίγη ώρα δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω τους.
Οι μικροί νάνοι συνέχισαν να γράφουν…τελείωσαν τα άρθρα πολύ πριν ανατείλει ο ήλιος και εξαφανίστηκαν γρήγορα σαν αστραπή.
Την επόμενη μέρα ο δημοσιογράφος σκέφτηκε ότι «Αυτά τα πλασματάκια με βοήθησαν, και πρέπει να τους είμαι ευγνώμονας, και να τους ανταποδώσω τη χάρη, στεναχωρήθηκα πολύ που τα είδα να είναι έτσι, χωρίς να έχουν έστω ένα πανωφόρι που να τα προστατεύει απ’ το κρύο, θα αγοράσω για το καθένα απ’ αυτά μια φορεσιά, ένα πουκάμισο, ένα παλτό, ένα γιλέκο και ένα πανταλόνι και παπούτσια.
Η σκέψη αυτή ευχαρίστησε πάρα πολύ τον δημοσιογράφο και μια νύχτα, όταν όλα ήταν έτοιμα, άφησαν πάνω στον ξύλινο γραφείο αντί για το χαρτί και μελάνι τις φορεσιές και τα παπούτσια των νάνων. Γύρω στα μεσάνυχτα, τα μικρά πλασματάκια μπήκαν και καθώς κάθισαν ως συνήθως στον γραφείο για να αρχίσουν το γράψιμο, είδαν τα ζεστά ρούχα που τους περίμεναν, γέλασαν και ήταν κατευχαριστημένα. Ύστερα ντύθηκαν μέχρι να πεις κύμινο και άρχισαν να χορεύουν, να χοροπηδούν και να πετάγονται χαρούμενα δεξιά αριστερά, μέχρι που βγήκαν χορεύοντας έξω.
Η σκέψη αυτή ευχαρίστησε πάρα πολύ τον δημοσιογράφο και μια νύχτα, όταν όλα ήταν έτοιμα, άφησαν πάνω στον ξύλινο γραφείο αντί για το χαρτί και μελάνι τις φορεσιές και τα παπούτσια των νάνων. Γύρω στα μεσάνυχτα, τα μικρά πλασματάκια μπήκαν και καθώς κάθισαν ως συνήθως στον γραφείο για να αρχίσουν το γράψιμο, είδαν τα ζεστά ρούχα που τους περίμεναν, γέλασαν και ήταν κατευχαριστημένα. Ύστερα ντύθηκαν μέχρι να πεις κύμινο και άρχισαν να χορεύουν, να χοροπηδούν και να πετάγονται χαρούμενα δεξιά αριστερά, μέχρι που βγήκαν χορεύοντας έξω.
Ο δημοσιογράφος δεν τα είδε ποτέ ξανά, αλλά από τότε και μέχρι σήμερα, είναι πάντα χαρούμενος και όλα πήγαιναν καλά στη ζωή του, πηγαίνουν καλά γιατί έμαθε να ανταποδίδει, έμαθε να εκτιμά και τιμά όσους τον βοήθησαν!
Σπύρος Α. Ηλιάδης
Δημοσιογράφος.
Εκδότης ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ.
τ. Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος
TV ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
-Σε ελεύθερη διασκευή από: «Τα μικρά ξωτικά και ο φτωχός παπουτσής» των Αδερφών Γκριμ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου