video
http://www.youtube.com/watch?v=PEedpDcq9PY#t=10
Η ομιλία του προέδρου του ΦΣΦΑ Κων/νου Ραπτόπουλου-Χατζηστεφάνου στην 2οη Χορωδιακή Συνάντηση
101 χρόνια ελευθερίας και δημιουργίας απολαμβάνει η ιδιαίτερη πατρίδα μας η Φλώρινα και τα περίχωρά της. 101 χρόνια από την είσοδο του Υπίλαρχου Ιωάννη Άρτη και μετέπειτα, του τότε Διαδόχου Κωνσταντίνου και Αρχηγού των Ελληνικών Στρατιωτικών Δυνάμεων,
επανατοποθετώντας την Φλώρινα και τα περίχωρά της «εις τας αγκάλας της Μητρός Ελλάδος».
Ένας αιώνας γεμάτος νέους αγώνες, περαιτέρω θυσίες, αγωνίες, γόνιμες ενστάσεις, παραγωγικές εντάσεις, συγκρούσεις, πάθη, έριδες, πρόοδο, ευημερία, εσωτερικές διαμάχες, χαρές και λύπες, ανάπτυξη, συνεχείς προσπάθειες, σταθεροί δείκτες της πορείας κάθε ελληνικής κοινότητας, όπου γης, που φαίνονται να αντιβαίνουν τον τρέχοντα ορθό λόγο κάθε άλλης κοινωνίας, επειδή ως λαός, ακριβώς υπερβαίνουμε τα πάντα.
Τιμούμε τους πρώιμους ήρωες της απελευθέρωσης και τον Αγώνα τους. Τον Μακεδονικό Αγώνα και τους Μακεδονομάχους του. Την αιματηρή αναμέτρηση μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, με έπαθλο την Μακεδονία, την ιστορία της και τη συνείδηση των Μακεδόνων.
Τιμούμε τον υπέροχο εκείνο Αγώνα, ο οποίος επισήμως -όπως συμβαίνουν όλα στην Ελλάδα- άρχισε με τη θυσία του Παύλου Μελά (13-10-1904) και έληξε με την ανακήρυξη του Νεοτουρκικού Συντάγματος (1908), ενώ ανεπισήμως -όπως πάλι συμβαίνουν όλα στην Ελλάδα- και, με πολύ πιο άγρια μορφή, άρχισε το 1870 με την ανακήρυξη της Βουλγαρικής Εξαρχίας που διεκδικούσε τη Μακεδονία και τους Μακεδόνες της μέσω της εκκλησιαστικής προσάρτησής τους σε αυτήν, ενώ στις μέρες μας, εξακολουθεί να διεκδικείται με το ιδεολόγημα του «μακεδονισμού».
Ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε αυθόρμητος, αυτοφυής και αυτοθυσιαστικός. Τότε οι άγνωστοι και οι ταπεινοί, οι ανυπεράσπιστοι και κατά κανόνα αλλόφωνοι, δίγλωσσοι, ή και τρίγλωσσοι Μακεδόνες, εισήλθαν αυτόβουλοι στο «Ιερόν Θυσιαστήριον» όπου προσήλθαν αυθόρμητοι από τις Άκρες του Γένους απροσκύνητοι Έλληνες. Από κάθε μεριά του Ελληνισμού, οι Αδελφοί συναντήθηκαν εδώ και πιστοί συλλειτουργήθηκαν. Κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων του Γένους, θυσιάστηκαν και έσωσαν τη Μακεδονία. Και η Μακεδονία έσωσε την ταπεινωμένη Ελλάδα από τη μιζέρια και τη μοιρολατρεία, από τη γελοία μεγαλομανία και την άγονη ρητορεία των τότε μωρών ελλήνων πολιτικών. Προηγουμένως όμως, οι γηγενείς, οι γραικομάνοι, οι ελληνομανείς Μακεδόνες, πέρασαν δεκαετίες βουτηγμένες στο αίμα, στο δάκρυ, στο φόβο, στην τρομοκρατία.
Φέτος η 20η Χορωδιακή Συνάντηση, είναι αφιερωμένη στον πρώτο Δήμαρχο της ελεύθερης Φλώρινας, Στέργιο (Τέγο) Σαπουντζή, τον ντόπιο Φλωρινιώτη, που έμεινε στην ιστορία της πόλης μας και συνέδεσε το όνομά του με αυτήν, αλλά κυρίως, με τα κρίσιμα και αποφασιστικά γεγονότα της απελευθέρωσης της Φλώρινας στις 6, 7 και 8 Νοεμβρίου 1912.
Η οικογένειά του Στέργιου (Τέγου) Σαπουντζή κατάγεται από την ορεινή κοινότητα της Κέλλης Φλώρινας. Εκεί γεννήθηκε και ο Τέγος Σαπουντζής γύρω στο 1875. Όλες οι πληροφορίες όμως συμπίπτουν ότι η οικογένειά του μετακόμισε στην πόλη της Φλώρινας ύστερα από τη δολοφονία του παππού του, Χρήστου Σαπουντζή, από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες.
κ. Πρόεδρε της Δημοτικής Κοινότητας Κέλλης,
Όπως πολύ καλά γνωρίζετε, οι Κελλιώτες συγχωριανοί σας, αγέρωχοι, θαρραλέοι και πεισματάρηδες, συμμετείχαν στον καυτό Μακεδονικό Αγώνα, με πολλούς αγωνιστές: Μηνά Τσάλκο, Γρηγόριο Σαπουντζή, Λάζαρο Γέτσιο, Παπαπέτρο, Γεώργιο Ζήση (Παπάς), Γεώργιο Ρώμα, Ιωάννη Σαπουντζή, Χρήστο Σαπουντζή, Σταύρο Τζόγα, Ιωάννη Τράικο (Χαλκίδας), Κωνσταντίνο Τράικο. Γι’ αυτή τους την προσήλωση στον ελληνισμό και στο Πατριαρχείο, ως γραικομάνοι (ελληνομανείς), υπέστησαν πολλά κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Επώνυμα θύματα και πρωταγωνιστές; Χρήστος Σαπουντζής, Χριστόπουλος Κων/νος του Μιχαήλ, Ρώμας Κων/νος, Ντίνος Ιωάννου, Μέτσης Κων/νος, Γιώργος Παπάς, Δίνας, Αθανασίου, Ρώμας, Γρηγόρης Σαπουντζής, Καλλιόπη Στούμπου του Παντελή, Παντελής Τράϊκου του Κων/νου, Γεώργιος Κύριας του Αθανασίου.
Σε αυτόν τον βίαιο και καυτό περίγυρο και υπό τον φόβο αντιποίνων και νέων δολοφονιών στο χωριό, η πόλη της Φλώρινας θεωρήθηκε ασφαλέστερη για επιβίωση και προσφορότερη για την οικονομική συντήρηση και ανάπτυξη της οικογένειας των Σαπουντζήδων.
Πράγματι, το περιβάλλον της Φλώρινας πρόσφερε πολλά στον Τέγο και αυτός, σε όλη την υπόλοιπη ζωή του, ανταπέδωσε αυτήν την προσφορά, αποδίδοντάς της πολλαπλάσια, «τα σα εκ των σων». Δεν έχουμε περισσότερα στοιχεία για την παιδική του ηλικία. Γνωρίζουμε όμως ότι φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο της Φλώρινας τελειώνοντας το Σχολαρχείο Φλώρινας και κατά πληροφορίες και το Γυμνάσιο Μοναστηρίου. Ως μαθητής ήταν μελετηρός, φιλομαθής, με φιλοπρόοδο πνεύμα. Του άρεζαν οι συζητήσεις με δασκάλους και καθηγητές, διευρύνοντας τις γνώσεις και την κρίση του, ενώ διδάχτηκε και έμαθε να χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα της εποχής, άνετα, στον προφορικό και γραπτό λόγο.
Έμαθε τέλεια και τα Τουρκικά, τα οποία του χρησίμευσαν στα πολλά επαγγέλματά του, σε κρίσιμες και ιστορικές στιγμές της πόλης μας και στους βαθύτερους στόχους που απέβλεπε και οραματιζόταν. Φυσικά γνώριζε κάθε γλώσσα που κυκλοφορούσε στον κάμπο της Πελαγονίας και μπορούσε να του φανεί χρήσιμη και αναγκαία.
Σε νεαρή ηλικία παντρεύτηκε μία κοπέλα (πιθανόν συγχωριανή του), η οποία όμως πέθανε κατά τη γέννα μαζί με το παιδί τους. Αργότερα νυμφεύθηκε την Αναστασία (αγνώστου επιθέτου) και απέκτησε τρία παιδιά, την Δωροθέα που πέθανε στα 9 της, τον Περικλή που πέθανε μωρό, και την Αθηνά η οποία και έζησε. Εξαιτίας των δυσάρεστων αυτών εμπειριών, απαίτησε από την κόρη του Αθηνά, να τον φωνάζει, σε όλη της τη ζωή, Τέγο και όχι πατέρα ή μπαμπά. Τέσσερα (4) δισέγγονά του υπάρχουν ανάμεσά μας τιμώντας τη μνήμη του προπάππου τους.
Με την ευρυμάθεια που απέκτησε κατά την επαφή του με τα γράμματα, την ευφυΐα που τον διέκρινε και με τα εξαίρετα πνευματικά προσόντα με τα οποία ήταν προικισμένος -ετοιμότητα, τόλμη έως την αυτοθυσία, πατριωτισμό, διπλωματική ευστροφία, εμπορικό πνεύμα- ανέπτυξε έντονη κοινωνική, εμπορική και οικονομική δραστηριότητα στην τουρκοκρατούμενη Φλώρινα.
Ίδρυσε επιχείρηση «Σαπωνοποιίας» (παλαιά οικογενειακή ασχολία στην Κέλλη από την οποία προήλθε και το επίθετο της οικογένειας), επιχείρηση παραγωγής αλεύρων, «Μύλοι Σαπουντζή», ταξιδιωτικό γραφείο, ενώ προώθησε την ανάπτυξη της αμπελουργίας με τα «Αμπέλια Σαπουντζή» και ασχολήθηκε ενεργά με το εμπόριο, ιδίως κτηνοτροφικών προϊόντων, με μαγαζιά δικά του -στη Στοά Τέγου- και άλλα της άμεσης επιρροής του.
Παράλληλα με τα παραπάνω ο Τέγος ασχολήθηκε και με «τα της πόλεως» με το οργανωμένο δηλαδή σύνολο, όπου οι άνθρωποι όχι απλώς συνυπάρχουν αλλά κοινωνούν, έχοντας σημεία αναφοράς το χώρο του ιερού, τις μνήμες των προγόνων, τις επιδιώξεις για το μέλλον, όλα κοινά, για όλους τους συμ-πολίτες. Με τις δράσεις του αυτές κατάφερε να αποκτήσει «όνομα», να κάνει περιουσία, να γίνει τοπικός άρχοντας (εφέντης), αρεστός και αγαπητός από τους Φλωρινιώτες, υπολογίσιμος στους τούρκους και έτσι, λογίζονταν στους προύχοντες της ελληνικής κοινότητας της πόλης μας.
Παράλληλα με τις φανερές, τις επίσημες εμπορικές και οικονομικές δραστηριότητές του, εμφορούνταν, καλλιεργούσε και προωθούσε, μυστικά και «άλλες» δραστηριότητες, τις «Εθνικές Ιδέες», στοχεύοντας στην απόκρουση κάθε ξένης προπαγάνδας, στην ανάταση του ελληνικού φρονήματος στην περιοχή, ελπίζοντας στην απελευθέρωση της πατρίδας του.
Διετέλεσε Διευθυντής του «Εθνικού Κέντρου Φλωρίνης», αναλαμβάνοντας τον συντονισμό των Ελληνικών κινήσεων στην περιοχή της Φλώρινας. Από τη θέση αυτή, συνεργάστηκε στενά μέσω αλληλογραφίας, με τους Παύλο Μελά (ενόσω ήταν ακόμα στην Αθήνα) και Ίωνα Δραγούμη (υποπρόξενο στο Μοναστήρι). Εξαιτίας της ιδιαίτερης σχέσης του με τον Ίωνα οργανώθηκε στο δίκτυο της «Άμυνας», που δημιούργησε και οργάνωσε ο Δραγούμης και λειτουργούσε ως αντικατασκοπεία, προκειμένου να διευκολύνει τις επιχειρήσεις των Ελλήνων ανταρτών. Πολλές φορές συνεργάστηκε σε επιχειρήσεις με τους οπλαρχηγούς Ευάγγελο Νικολούδη και Ιωάννη Καραβίτη.
Γύρω στα 1903-1904, συνετέλεσε στην αγορά από την ελληνική κοινότητα Φλώρινας, της «μεγάλης οικίας» του Ιζέτ Πασά, φιλέλληνα και φίλου του Τέγου, με αντίτιμο πολύ μικρότερο από εκείνο που προσέφερε η βουλγαρική παράταξη. Τα χρήματα μαζεύτηκαν από έρανο των Φλωρινιωτών. Η «μεγάλη οικία» χρησιμοποιήθηκε για δεκαετίες, ως το παλαιό 1ο Δημοτικό Σχολείο Φλώρινας.
Στο γνωστό για τους παλαιούς Φλωρινιώτες «Καφενείο του Τέγου Σαπουντζή», στους πρόποδες του Λόφου του Αγίου Παντελεήμονα, εκτός από μεζέδες και καφέδες ζυμώνονταν και οι μεγάλες ιδέες: Εκεί ιδρύθηκε ο Μουσικός Σύλλογος «ΟΡΦΕΑΣ», μητρικός σύλλογος του «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ», το 1908 και αργότερα στον ίδιο χώρο το 1932, στεγάστηκε η πρώτη Χορωδία της Φλώρινας υπό τον Παντελή Τριανταφύλλου.
Τον Δεκέμβριο του 1909 εκτελείται, από Τούρκο, ο αρχικομιτατζής Τζόλε Γκ. Στόιτσεφ (από τη Βεύη), ενώ βρίσκονταν με συνεργάτες του σε πατσατζίδικο της Φλώρινας. Οι Οθωμανικές αρχές συνέλαβαν τον Τέγο Σαπουντζή, με την κατηγορία του ηθικού αυτουργού για τη δολοφονία και τον μετέφεραν στο Μοναστήρι για να δικαστεί. Φυσικά η κατηγορία του ηθικού αυτουργού δεν αποδείχτηκε ποτέ, καθώς ο Τέγος, ως φοβερός γνώστης της Τουρκικής γλώσσας, του Οθωμανικού Δικαίου, του εμπορικού πνεύματος, της εκπληκτικής διπλωματίας, της ευγλωττίας και των καλών σχέσεων που διατηρούσε με τους μπέηδες της Φλώρινας, κατόρθωσε και αντέκρουσε όλες τις εις βάρος του κατηγορίες για την εκτέλεση του Τζόλε, παρότι την προετοίμασε και την σχεδίασε κατά τον τελειότερο τρόπο. Ο συγκεκριμένος αρχικομιτατζής είχε ξεκάνει πολλούς γραικομάνους συγχωριανούς του, αλλά και άλλων χωριών.
Για τις δράσεις του αυτές, στοχοποιήθηκε από την Βουλγαρική προπαγάνδα, αρκετές φορές, αλλά πάντα ξέφευγε είτε λόγω εγκαίρων πληροφοριών είτε εξαιτίας φίλων του σε όλους τους χώρους.
Εξαιτίας της μόρφωσής του, της οξυδέρκειας και των ικανοτήτων του, διετέλεσε και Γραμματέας της Μητρόπολης Μογλενών (μετέπειτα Φλωρίνης). Και αυτή του η θέση υπήρξε στοχευμένη και καταλυτική για τα γεγονότα της απελευθέρωσης. Οι σχέσεις του με το Πατριαρχείο, κινητήρια δύναμη του Μακεδονικού Αγώνα και με τον Διάκονο Αθηναγόρα της Μητρόπολης Μοναστηρίου και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, του προσέδωσαν επιπλέον κύρος, βαρύτητα, υπευθυνότητα στις πράξεις και στα λόγια του.
Ο Τέγος Σαπουντζής ετοιμαζόταν για κάτι μεγάλο και σημαντικό. Αυτό ξεκίνησε στις 5 Οκτωβρίου 1912, με το διάγγελμα του Βασιλέα Γεωργίου Α’, την κήρυξη του πολέμου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας «ίνα αποδώση την ελευθερίαν εις τους τυραννουμένους αδελφούς».
Με την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, οι Οθωμανικές Αρχές προληπτικά, συνέλαβαν 50 έλληνες της πόλης της Φλώρινας και 500 από τα χωριά της περιοχής, προκειμένου στην πρώτη ευκαιρία να σφαγούν, όπως είχε γίνει νωρίτερα στα Σέρβια, ή να χρησιμοποιηθούν ως πιθανό αντάλλαγμα με Τούρκους αξιωματούχους, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το στρατόπεδο της Φλώρινας γέμισε ασφυκτικά και αποφασίστηκε η μεταφορά πολλών αιχμαλώτων στο Κόκκινο Στρατόπεδο στο Μοναστήρι. Ανάμεσα στους μεταφερόμενους αιχμαλώτους στο Μοναστήρι ήταν οι: Τέγος Σαπουντζής, Ιωάννης Ζήσης, Άν. Λουκίδης, Νικόλαος Πύρζας, Π. Χατζητάσης, Άθανάσιος Τέγου, Κ. Βαραδίνης, Χρ. Σίσκου και οι άρχιμανδρίτες της Μητρόπολης Αθανάσιος και Δημήτριος. Ανάμεσά τους και -κατ’ ομολογία- και ο Δημήτριος Λαμπράκης, που ως δάσκαλος στο Φλάμπουρο, υπηρετούσε τον ίδιο Αγώνα.
Με την προέλαση του Ελληνικού Στρατού στη Μακεδονία, τις συνεχείς απελευθερώσεις πόλεων και την Οθωμανική υποχώρηση, οι πρόκριτοι Μωαμεθανοί του Μοναστηρίου-Φλώρινας αποφάσισαν, προς αποφυγή αντιποίνων εκ μέρους των επερχομένων χριστιανικών στρατιών και προκειμένου να τύχουν της εύνοιας και της μεγαλοψυχίας των Ελλήνων απελευθερωτών, την απελευθέρωση όλων των αιχμαλώτων. Το ημερολόγιο έγραφε 20 Οκτωβρίου 1912.
Και έφτασε η ώρα η καλή! Η ευλογημένη στιγμή για τη Φλώρινα! Ο Ελληνικός Στρατός μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, εφορμά για την απελευθέρωση των περιοχών Φλώρινας-Μοναστηρίου. Μέρος του Στρατού στρατοπεδεύει στην Άρνισσα και ανεβαίνει προς Κέλλη.
Στις 6 Νοεμβρίου 1912, καταλαμβάνεται το Μοναστήρι από τους Σέρβους «συμμάχους», με επόμενο στόχο τη Φλώρινα. Η 5η Μεραρχία του Ελληνικού Στρατού, υπό τον Στρατηγό Γεννάδη, βρίσκεται στο Αμύνταιο, αναμένοντας ενισχύσεις ενώ οι προφυλακές της φτάνουν έξω από τη Φλώρινα. Δεν προχωρούν όμως, διότι μέσα στη Φλώρινα βρίσκονταν πολύς τουρκικός στρατός κυνηγημένος από το Μοναστήρι και την Πτολεμαΐδα, προς Κορυτσά και Γιάννενα. «Τα αξιοθρήνητα λείψανα του υπερήφανου Οθωμανικού Αυτοκρατορικού στρατού ένα πια σκοπό είχαν: τη φυγή» αναφέρει ο Μόδης. Ο κίνδυνος όμως να ξεσπούσαν σφαγές των χριστιανών μέσα στην πόλη, ανά πάσα στιγμή, ήταν μεγάλος.
Η άφιξη στη Μητρόπολη (6/11/12) του Γιουσούφ Μπέη, του σημαντικότερου μπέη της Φλώρινας και λίγο αργότερα δύο τούρκων προκρίτων, του Χαντζή Τζαφέρ Χαφίζ και του Κιουτσούκ Αμέτ Αγά, σηματοδότησαν την αντίστροφη μέτρηση για την απελευθέρωση και τη σημαντική συμβολή του Τέγου σε αυτήν. Ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος, ο Τέγος Σαπουντζής και ο ιατρός Μενέλαος Βαλάσης, προσκαλούνται στον Τεκέ της Φλώρινας -χώρος συνάθροισης και πνευματικής περισυλλογής Δερβίσηδων- όπου τους περίμεναν ο Μουφτής και 80-100 μπέηδες και αγάδες της περιοχής. Οι στιγμές εκείνες στον Τεκέ, αποτελούν τις κρισιμότερες στην ιστορία της σύγχρονης Φλώρινας.
Στην ουσία πρόκειται για την κορυφαία συνάντηση δύο επιτροπών. Μιας επιτροπής παράδοσης της πόλης και μιας επιτροπής παραλαβής της. Δυο επιτροπές, που τα μέλη τους γνωρίζονταν καλά και γνώριζαν, πως ό,τι συζητηθεί και ό,τι αποφασιστεί θα τηρούνταν πλήρως και θα υπήρχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Και αυτό διότι:
Ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος εκπροσωπούσε τον θρησκευτικό Αρχηγό αλλά και τον, εν μέρει, κορυφαίο θεσμό διοικητικής, δικαστικής και κοινοτικής αυτοδιοίκησης των Χριστιανών της Φλώρινας.
Ο Τέγος Σαπουντζής εκπροσωπούσε τον έμπειρο εκπρόσωπο του κοινοτικού συστήματος διοίκησης των ραγιάδων και τον εκπρόσωπο της πολιτικής οικονομίας της εποχής, εξαιτίας των εμπορικών και οικονομικών του συναλλαγών.
Ο ιατρός Μενέλαος Βαλάσης διέθετε την απόλυτη εμπιστοσύνη και τον αμέριστο σεβασμό των Μωαμεθανών, καθώς ήταν ο μοναδικός χριστιανός άνδρας και ιατρός, που έμπαινε στα σπίτια των Μωαμεθανών και γιάτρευε το γυναικείο πληθυσμό τους.
Η ειλημμένη απόφαση των τούρκων μπέηδων για παράδοση της Φλώρινας στους Έλληνες, όπως γράφανε τα ιερά τους βιβλία στο «βασιλικόν γένος των Ρωμιών», γέννησε και την απαίτηση «ανταλλαγμάτων» εκ μέρους τους, έναντι των επερχόμενων Ελλήνων. Παζάρι μέχρι και την τελευταία στιγμή! Όχι αντίποινα, προστασία για όλες τις φαμίλιες, διαφύλαξη ακεραιότητας των ιδίων και των οικογενειών τους. Όλα ανθρώπινα!
Ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος, βλέποντας τον σιωπηλό θρήνο των μπέηδων για την καταρρέουσα αυτοκρατορία και τα χαμένα αγαλίκια τους, διαβεβαιώνει ότι θα σταθεί πλάι τους και τους παρηγορεί. Ο Τέγος επεμβαίνει αμέσως και αντιδρά. Πολλά είχαν δει τα μάτια του από τους τούρκους τόσα χρόνια και παίρνει το λόγο. Κρατάει επιφυλάξεις και δεν εμπιστεύεται ακόμα πλήρως τα λόγια των μπέηδων. Και εάν είναι μπλόφα ή τέχνασμα των τούρκων; Και εάν επανέλθει ο τουρκικός στρατός όπως έγινε στο Αμύνταιο (23/10/1912) και αρχίσει τις σφαγές; Προσπαθεί και μετριάζει τον ενθουσιασμό του Πολυκάρπου. Εκμαιεύει πληροφορίες και τις αληθινές προθέσεις τους περί παράδοσης της πόλης. Όταν και μόνο όταν, βεβαιώθηκε για τις γνήσιες προθέσεις τους συναινεί, στέλνει περίπατο κάθε περίσκεψη και επιφυλακτικότητα. Με ευφυέστατη μαεστρία και αφοπλιστικές ερωτήσεις, φέρνει προ απροόπτου τον Βούλγαρο παπά Αναστάση (που επίσης είχε προσκληθεί από τους τούρκους για να του ανακοινωθεί η συμφωνία παράδοσης), αναγκάζοντάς τον να συμφωνήσει και αυτός στην παράδοση της πόλης στους Έλληνες και όχι στους Βουλγάρους, οι οποίοι ήταν …«πολύ μακριά»!
Στον Τεκέ αποφασίζεται ο σχηματισμός επιτροπής και η ταχύτατη αποστολή της στο Αμύνταιο προκειμένου να μεταφέρει γραπτή ενημέρωση/ειδοποίηση στον ελληνικό στρατό περί της οριστικής απόφασης των Οθωμανών για παράδοση της πόλης στους Έλληνες και προτροπή να τρέξουν, να προφτάσουν να μπουν πριν τους Σέρβους, που ήδη πλησιάζουν.
Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε εάν έχει κρατηθεί ή εάν έχει βρεθεί κάποιο αντίγραφο εκείνης της επιστολής με το ακριβές περιεχόμενό της, όπως επίσης δεν γνωρίζουμε τον συντάκτη της ή τους συντάκτες της και εάν συμμετείχε ο Τέγος σε αυτήν. Το κορυφαίο γεγονός όμως είναι ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ τούρκων και ελλήνων για την παράδοση της πόλης και συντάχθηκε «πρακτικό» (η επιστολή) αποδεκτό και από τα δυο μέρη. Την επιστολή μετέφεραν ο Αρχιμανδρίτης Αθανάσιος, ο Σχισματικός παπάς Αναστάσης, ο ιατρός Μενέλαος Βαλάσης, ο Νικόλαος Παπακωνσταντίνου και ο Οθωμανός έμπορος Μεχμέτ Ζαϊνέλ Αγάς. Ως οδηγός προσφέρθηκε ο Νικόλαος Έξαρχος από το Φλάμπουρο.
Στη συνέχεια ακολούθησε ένας αγώνας δρόμου με το χρόνο και υπέρμετρη αγωνία για το ποιος στρατός θα εισέλθει πρώτος στη Φλώρινα.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις στις περιγραφές και αναφορές των Τέγου Σαπουντζή, Γεωργίου Μόδη, Ιωάννου Άρτη και Παναγιώτου Δραγουμάνου, για τα γεγονότα παράδοσης της πόλης. Ο καθένας τα περιγράφει όπως τα έζησε και δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε κανέναν. Εξάλλου, οι διαφορετικές οπτικές γωνίες, πάντα προσθέτουν και επιβεβαιώνουν τα ιστορικά γεγονότα.
Την επόμενη ημέρα 7 Νοεμβρίου 1912, γύρω στις 14.00 μμ, ο Υπίλαρχος Ιωάννης Άρτης εισέρχεται, εξ ονόματος του Βασιλέα Γεωργίου του Α’ και των ελληνικών στρατευμάτων, πρώτος στην πόλη της Φλώρινας, στην ανατολική είσοδο της οποίας του παραδίδεται η πόλη και την θέτει «εις τας αγκάλας της Μητρός Ελλάδος». Σε λίγη ώρα από τη νότια πλευρά της πόλης εισέρχεται και ένα Σύνταγμα Ιππικού υπό τον Συνταγματάρχη Ζαχαρόπουλο και άλλους αξιωματικούς. Κηρύσσεται Στρατιωτικός νόμος σε όλη την επικράτεια, καταργείται κάθε υφιστάμενη τουρκική αρχή και διορίζεται, μετά από υπόδειξη του Μητροπολίτη Πολυκάρπου, ως πρώτος Δήμαρχος της ελεύθερης Φλώρινας, ο Τέγος Σαπουντζής.
Στις 15.00 μμ, από την βόρεια είσοδο της πόλης (οδός Μοναστηρίου) εισέρχεται Σερβική ίλη ιππικού. Διαφορά μίας ώρας και η Φλώρινα θα είχε χαθεί, όπως το Μοναστήρι.
Την επόμενη ημέρα, 8 Νοεμβρίου 1912, στην ανατολική είσοδο της πόλης, «τα λαϊκά κύματα ακράτητα εις ενθουσιασμόν», με επικεφαλείς τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο και τον Δήμαρχο πλέον Τέγο Σαπουντζή, υποδέχονται τον Διάδοχο Κωνσταντίνο και τους στρατιωτικούς επισήμους. Όλοι μαζί «στρέφονται» προς την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, «ένθα εψάλη η ιστορική και πάνδημος δοξολογία». Έκτοτε, οι Φλωρινιώτες τιμούμε τη μεγάλη εκείνη ημέρα, στον Άγιο Γεώργιο, με επίσημη Δοξολογία αρχόντων και αρχομένων.
(Πληροφορίες, από Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ, Έτος 1946, φύλλα 1054, 1055, 1056, 1058, 1059, «Αναμνήσεις από την Απελευθέρωσιν της Φλωρίνης κατά τον Α’ Βαλκανικόν Πόλεμον», του τέως Δημάρχου κ. Τέγου Σαπουντζή).
Η Φλώρινα απελευθερώθηκε και ξεκίνησε ένας άλλος αγώνας, ειρηνικός αυτή τη φορά, για την πρόοδο, την ευημερία και την ανάπτυξή της. Και σ’ αυτόν τον αγώνα ο Τέγος Σαπουντζής, δήλωσε παρών. Διετέλεσε Δήμαρχος Φλώρινας, σε τέσσερις (4) δύσκολες περιόδους: 1912-1914 (δια διορισμού από τον απελευθερωτικό στρατό), 1929-1934 (με εκλογές του λαού της Φλώρινας), 1945-1946 (Δήμαρχος και Πρόεδρος Δημοτικού Συμβουλίου ταυτόχρονα, δια Κυβερνητικής επιταγής) και, 1949-1950 (δια διορισμού). Και μόνο οι χρονολογίες των Δημαρχιακών του θητειών φανερώνουν τη δυσκολία και το μέγεθος του βάρους που σήκωσε σε κάθε μία από αυτές. Ο Τέγος όμως τα κατάφερε.
Στα χρόνια που διετέλεσε Δήμαρχος, προσπάθησε να αναστηλώσει και να εκσυγχρονίσει την πόλη της Φλώρινας, μετατρέποντάς την από συνονθύλευμα μαχαλάδων σε συγκροτημένη πόλη. Μακάρι να είχε φυλαχτεί αρχειακό υλικό των έργων του, να το μελετούσαμε. Από τα λίγα που γνωρίζουμε ο Τέγος Σαπουντζής ενέκρινε το σχεδιασμό και τη δημιουργία της κεντρικής Πλατείας Ομονοίας και την απαλλαγή της από το τουρκικό τζαμί, που είχε χτιστεί πάνω σε αγίασμα παλαιού ορθόδοξου ναού. Διάνοιξε την οδό 25ης Μαρτίου (από την κεντρική πλατεία προς τα Δημοτικά Σχολεία), ενώ σκυροστρώθηκε η οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατασκευάστηκαν τα πρώτα πεζοδρόμια στους κεντρικούς δρόμους, επεκτάθηκε το σιδηροδρομικό δίκτυο από το Μεσονήσι έως την πόλη της Φλώρινας και ιδρύθηκε ο νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός (1931). Μεταφέρθηκαν τα Δημοτικά Σφαγεία εκτός πόλης, ενισχύθηκε η υπάρχουσα ύδρευση της πόλης, καταβλήθηκε προσπάθεια μέσω μελετών για ηλεκτροφωτισμό της πόλης και σχεδιάστηκε η περιτείχιση του ποταμού σε όλο το μήκος του. Ως υποστηρικτής των γραμμάτων και της μόρφωσης, μέσω Δήμου, προσφέρθηκαν χρήματα για την οικονομική στήριξη των σχολείων και την ανέγερση της Οικοκυρικής Σχολής. Με δικές του ενέργειες αναδασώθηκε το δασύλλιο του λόφου του Αγίου Παντελεήμονα, ενώ αργότερα το 1948, ως απλός πολίτης, διαμαρτύρεται εγγράφως και δημοσίως εγκαλώντας τους υπεύθυνους (Νομάρχη-Δήμαρχο-Δασάρχη), για την άκρατη και παράνομη ξύλευσή του (Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ Φλωρίνης, Αρ. Φύλλου 1118/27-03-1948). Πραγματοποίησε αγορά χώρου για αρχαιολογικές ανασκαφές. Επίσης, συνετέλεσε στην έναρξη των εργασιών για την ανέγερση του Δημοτικού Νοσοκομείου Φλώρινας, δωρεά της Μοναστηριώτισσας Ελένης Θ. Δημητρίου, καθώς και για τον εξοπλισμό του με επιστημονικά όργανα εποχής.
Παράλληλα με τις φανερές δραστηριότητές του, από φίλους και την οικογένειά του, γνωρίζουμε για το φιλανθρωπικό έργο του Τέγου, όχι μόνο ως Δημάρχου, αλλά και ως επιχειρηματία, ότι προσέφερε δωρεάν προϊόντα (κρέας, γάλα, αυγά, αλεύρι και ό,τι άλλο παρήγαγε) σε οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, αλλά και σε φυλακισμένους, ειδικά στις γιορτές. Εξασφάλισε κονδύλια για τον Δήμο πουλώντας καταστήματα που είχε στην κυριότητά του στην στοά.
Ως Γραμματέας της Μητρόπολης εγγράφως καταλόγισε ευθύνες στους χρηματίσαντας Μητροπολίτες της επαρχίας μας, διότι «ουδείς εξ αυτών επρονόησε ούτε ενδιεφέρθη να περισυλλέξη στοιχεία ιστορικά περί της γενεαλογίας της επαρχίας των».
Διετέλεσε Πρόεδρος της Εθνικής Οργάνωσης Μακεδονομάχων Φλωρίνης «Παύλος Μελάς» και τα τελευταία χρόνια της ζωής του, προέβη σε μια σπουδαιότατη ενέργεια. Συνέταξε υπόμνημα το οποίο υπέβαλε στην κυβέρνηση για την εγγραφή στους πίνακες των Μακεδονομάχων όσων δεν είχαν προφθάσει να υποβάλλουν τα δικαιολογητικά τους.
Στο χωριό του την Κέλλη, με απόφαση της οικογένειας των Σαπουντζήδων, δωρίστηκε το οικόπεδο της οικίας τους, προκειμένου να κτισθεί εκκλησία, ο σημερινός Ιερός Ναός του Αγίου Αθανασίου.
Οι παλαιότεροι, παρόντες, Φλωρινιώτες τον θυμούνται ως ήπιο, ψύχραιμο, με ένα συνεχές χαμόγελο κάτω από το κιτρινισμένο μουστάκι -εξ αιτίας του μόνιμου τσιγάρου στο στόμα του, πειραχτήρι, πολιτικάντη, διπλωμάτη, άνθρωπο της αγοράς. Χαρακτηριστικά του, το μόνιμο τσιγάρο στο στόμα του, το καπέλο (ρεπούμπλικο ή καβουράκι) και το κουστούμι του χειμώνα-καλοκαίρι. Ποτέ του δε φόρεσε παλτό και κυκλοφορούσε πάντα με τα χέρια πίσω από τη μέση.
Το 1922 έχτισε ένα από τα πιο όμορφα αρχοντικά της Φλώρινας, το οποίο ακόμα και σήμερα, υπάρχει, ακέραιο, αγέρωχο, ολόρθο, κοσμεί την πόλη μας μπροστά από τον Σακουλέβα στην περιοχή Βαρόσι.
Το 1941, όταν η Φλώρινα καταλήφθηκε από τους Γερμανούς αποτέλεσε έναν από τους κύριους στόχους των κατακτητών, αλλά διέφυγε τη σύλληψη. Στη συνέχεια οι Γερμανοί επίταξαν την οικία του και τη λεηλάτησαν.
Η πολιτεία, ευγνωμονούσα για την προσφορά του στον Μακεδονικό Αγώνα και στους Βαλκανικούς Πολέμους, τον τίμησε με το παράσημο του «Πράκτορα Β’ τάξεως».
Πέθανε το 1960, ύστερα από επανειλημμένες νοσηλείες στη Λάρισα και τελικά στην Αθήνα, από καρκίνο. Η νεκρώσιμος ακολουθία τελέστηκε στις 20 Ιανουαρίου 1960 (Περιοδικό «Αριστοτέλης», Έτος Ε’, Τεύχος 29, Φλώρινα 1961) στον Ι. Ν. του Αγίου Παντελεήμονα, όπου τον επικήδειο εκφώνησε ο Στέργιος Τριανταφυλλίδης. Αναπαύεται στα κοιμητήρια του Αγίου Γεωργίου Φλώρινας.
Στην είσοδο της γενέτειράς του Κέλλης στήθηκε προτομή του, δίπλα στη μαρμάρινη στήλη των «οπλιτών στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Στη Φλώρινα, για την οποία έκανε ό,τι υψηλότερο και ιδανικότερο μπορούσε να κάνει οποιοσδήποτε θνητός και την οποία υπηρέτησε με πάθος σε όλη του τη ζωή, ο Δήμος Φλώρινας έδωσε σε έναν μικρό δρόμο το όνομά του, κοντά στην είσοδο της πόλης. Κοντά στο σημείο υποδοχής του Ιωάννη Άρτη και του Διαδόχου Κωνσταντίνου.
Σεβαστές αρχές
Ο Τέγος Σαπουντζής δεν έμεινε στην ιστορία μόνο για την ακολουθούμενη πολιτική που εφάρμοσε ως Δήμαρχος ή μόνο για το επιτελούμενο έργο του στο Δήμο Φλώρινας. Ούτε τόσο για τις εμπορικές και οικονομικές του δραστηριότητες σε όλη τη ζωή του. Έμεινε στην ιστορία, κυρίως, διότι μετείχε ενσυνείδητα στις διαπραγματεύσεις της απελευθέρωσης και στην επιτροπή παραλαβής της πόλης μας. Μετείχε, σαν έτοιμος από χρόνια, «την ώρα την καλή», με σοβαρότητα, εγκυρότητα, υπευθυνότητα, αξιοπρέπεια. Μένει στη μνήμη των Φλωρινιωτών εξαιτίας των πολύχρονων αγώνων του για ελευθερία και, της υψίστης τιμής να αναφέρεται ως ο πρώτος Δήμαρχος της ελεύθερης Φλώρινας. «Από Τέγου Σαπουντζή άρξασθε».
Τον Τέγο Σαπουνζή θα τον μνημονεύουμε, για όσα χρόνια στη Φλώρινα θα εορτάζουμε τα Ελευθέριά της, διότι, στις πιο κρίσιμες ώρες της σύγχρονης ιστορίας της, δήλωσε παρών, γνωρίζοντας τις δυσκολίες, μη υπολογίζοντας το κεφάλι του, δείχνοντας υπακοή και υπομονή, αναδιπλώνοντας την ελληνική περηφάνια του, καταδεχόμενος και συνδιαλεγόμενος έντιμα, χωρίς εκδικητικότητα με τους προαιώνιους εχθρούς της πατρίδας του, τους για λίγο ακόμη αφέντες του, ορθοτομώντας τη σκέψη και το λόγο του, προκρίνοντας το «κοινό καλό» της πόλης και το «γενικό συμφέρον» της πατρίδας.
Τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν ραγιάς αλλά δεν συμπεριφέρθηκε ως ραγιάς στις διαπραγματεύσεις. Ήταν μεγαλέμπορος αλλά δεν κοστολόγησε την πατρίδα του. Δεν διετέλεσε επίσημος διπλωμάτης, αλλά έδρασε ως κορυφαίος διπλωμάτης, απέναντι στους κατ’ εξοχή διπλωμάτες τούρκους και υπερασπίστηκε τα συμφέροντα της πατρίδας του. Ποιας πατρίδας όμως; Ο Τέγος και οι πρόγονοί μας Μακεδονομάχοι, μεγάλωσαν 200 χλμ μακριά από την τότε γνωστή Ελλάδα και παρέδωσαν στις επόμενες γενιές, πατρίδα Ελλάδα.
Αγαπητοί συμπολίτες
Πόσοι είχαν την τόλμη να πρωταγωνιστήσουν εκείνες τις δύσκολες στιγμές; Πόσοι θα μπορούσαν να σκεφτούν εκείνο το πρωινό της 6ης Νοεμβρίου 1912, το γενικό καλό της πόλης όταν παίζονταν το κεφάλι τους κορώνα γράμματα; Πόσοι δεν θα πρότασσαν την προσωπική ή οικογενειακή τους σωτηρία; Πόσοι δε θα έχαναν την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητά τους ακόμα και σε φθηνότερες και πιο ευτελείς διαπραγματεύσεις; Πόσοι πολιτικοί ηγέτες και άρχοντες ή ατσαλάκωτοι πολιτικοί των Αθηνών και της Εσπερίας, δε θα ζητούσαν πρωτόκολλα συμμετοχής στην επιτροπή, που να καθόριζαν τις ακριβείς θέσεις τους, τις αρμοδιότητές τους, τις αμοιβές τους, τα κεκτημένα τους; Πόσοι θα απέφευγαν κάθε ευθύνη και πρωτοβουλίες προτάσσοντας φθηνές δικαιολογίες περί μη αρμοδιότητάς τους;
Ποια θα ήταν η τύχη και η πορεία της πόλης μας εάν ο Τέγος Σαπουντζής διαπραγματεύονταν επί μακρόν, αρνιόταν ή καθυστερούσε τη συμμετοχή του στην επιτροπή, όταν οι Σέρβοι «σύμμαχοί μας» βρίσκονταν έξω από τη Φλώρινα; Ή πως θα τον θυμόμασταν εάν προετοίμαζε καταλόγους μελλοθανάτων και εκδικητικές εκκαθαρίσεις, ως ιθύνων νους της τοπικής «Άμυνας»!
Κυρίες και κύριοι
Τιμούμε, δικαίως, τους ένοπλους Μακεδονομάχους και Βαλκανιομάχους που κακοπάθησαν, πολέμησαν και δώσανε τη ζωή τους για την ελευθερία της Μακεδονίας. Πλάι σε αυτούς, όμως, υπήρχαν και αγωνίστηκαν, αν όχι εξίσου σκληρά, αλλά εξίσου αποτελεσματικά και με άλλα «όπλα» και οι άμαχοι «μαχητές», όπως ο τιμώμενος Τέγος Σαπουντζής. Μακεδόνες και αυτοί, αγνοί πατριώτες, ήρωες που αγαπούσαν και υπηρέτησαν με διαφορετικούς τρόπους την πατρίδα. Φορώντας φέσι, «κλείνοντας» την κεφαλή τους, με εδαφιαίους τεμενάδες, υποχωρήσεις, δεχόμενοι προσωπικές ή οικογενειακές προσβολές, προκλήσεις, εκβιασμούς, προσφέροντας και εκχωρώντας περιουσίες, πλούτη προκειμένου να υπηρετήσουν την πατρίδα. Όλα για την πατρίδα.
Για αυτό το λόγο πρέπει να είμαστε περήφανοι ως Φλωρινιώτες, ως Μακεδόνες, ως Έλληνες. Διότι στις περισσότερες και στις πιο καθοριστικές στιγμές της ιστορίας μας, η πατρίδα μας γέννησε άτομα που διασφάλισαν και αγωνίστηκαν για αυτό που ονομάζουμε όλοι μας, «γενικό καλό» και «συμφέρον της πατρίδας», που ενέπνευσαν, που οδήγησαν την πατρίδα μας από «νίκην εις νίκην».
Και όμως. Αυτός ο Αγώνας, αυτών των προγόνων μας, υποτιμήθηκε, παρασιωπήθηκε, όσο κανένας άλλος, από το επίσημο Κράτος. Και όταν επί τέλους καθιερώθηκε η επέτειος, ογδόντα χρόνια από την έναρξή του, στις 3 Μαΐου 1984, στον πανηγυρικό που εξεφώνησε στη Θεσσαλονίκη ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (ακαδημαϊκός καθηγητής, πολιτικός ηγέτης και πρώην Πρωθυπουργός), νιώθοντας προφανώς τις τύψεις του πολιτικού κόσμου, επιχείρησε να δικαιολογήσει τη λησμονιά του Μακεδονικού Αγώνα, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Γίνεται έτσι φανερό πόση πικρία φαρμάκωνε τις καρδιές των αφανών γηγενών Μακεδόνων αγωνιστών, μαρτύρων και ηρώων, τι παράπονο και πόσα ερωτηματικά πλημμύριζαν τη ψυχή και τον νου των απογόνων τους, ιδίως των σλαβοφώνων. Πολύ περισσότερο μάλιστα που αυτοί ακριβώς υπήρξαν η ένοπλη ραχοκκαλιά του Αγώνα, οι τροφοδότες του και οι οδηγοί του, το διεκδικούμενο ζωντανό έπαθλό του και το Ιερόν Σφάγιόν του. Αυτοί αντέστησαν, αυτοί απέκρουσαν, αυτοί υπέστησαν, αυτοί μαρτύρησαν, αυτοί πολέμησαν, αυτοί θυσιάσθηκαν άχραντοι, ακλόνητοι και αυτόβουλοι».
Θα ήταν αστείο, αν ισχυριζόταν κανείς, πως μία ή περισσότερες δεκάδες ενόπλων Κρητών ή Αθηναίων ήταν σε θέση να βαδίσουν, τροφοδοτηθούν, καταυλισθούν, επικοινωνήσουν και δράσουν χωρίς την ενεργή συμμετοχή του πληθυσμού, των μονόγλωσσων, δίγλωσσων ή τρίγλωσσων μερικές φορές κατοίκων της Μακεδονίας. Δίχως αυτούς τους ντόπιους, Μακεδονικός Αγώνας και Απελευθέρωση δεν νοείται ούτε μπορούσε ποτέ να διεξαχθεί. Ένοπλοι και άμαχοι, «εν συνειδήσει» αυτοθυσιαστικοί, συγκρότησαν, τροφοδότησαν, οδήγησαν, περιέθαλψαν, έκρυψαν και μαρτύρησαν για τα ανταρτικά μακεδονικά σώματα όπως, άλλωστε, επιμαρτυρούν στα Απομνημονεύματά τους όλοι οι επώνυμοι αδελφοί μας Αρχηγοί του Αγώνα Κρητικοί, Μωραΐτες, Ηπειρώτες, Αιγαιοπελαγίτες και Ρουμελιώτες, που η φήμη τους έχει δίκαια τρανωθεί αλλά η μνήμη των γηγενών μας έχει άδικα σβεσθεί.
Αυτό είναι και το χρέος μας εκατό χρόνια μετά. Να διατηρήσουμε τη μνήμη των δικών μας ανθρώπων και να δημιουργήσουμε πολίτες, από την καλομαθημένη νέα γενιά μας έτοιμους για τα υψηλά και ωραία ιδανικά. Την υπεράσπιση της πίστης μας, της πατρώας γης, και την πρόοδο του υπέροχου λαού μας.
Χρόνια Πολλά και πάντα ελεύθεροι.
επανατοποθετώντας την Φλώρινα και τα περίχωρά της «εις τας αγκάλας της Μητρός Ελλάδος».
Ένας αιώνας γεμάτος νέους αγώνες, περαιτέρω θυσίες, αγωνίες, γόνιμες ενστάσεις, παραγωγικές εντάσεις, συγκρούσεις, πάθη, έριδες, πρόοδο, ευημερία, εσωτερικές διαμάχες, χαρές και λύπες, ανάπτυξη, συνεχείς προσπάθειες, σταθεροί δείκτες της πορείας κάθε ελληνικής κοινότητας, όπου γης, που φαίνονται να αντιβαίνουν τον τρέχοντα ορθό λόγο κάθε άλλης κοινωνίας, επειδή ως λαός, ακριβώς υπερβαίνουμε τα πάντα.
Τιμούμε τους πρώιμους ήρωες της απελευθέρωσης και τον Αγώνα τους. Τον Μακεδονικό Αγώνα και τους Μακεδονομάχους του. Την αιματηρή αναμέτρηση μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, με έπαθλο την Μακεδονία, την ιστορία της και τη συνείδηση των Μακεδόνων.
Τιμούμε τον υπέροχο εκείνο Αγώνα, ο οποίος επισήμως -όπως συμβαίνουν όλα στην Ελλάδα- άρχισε με τη θυσία του Παύλου Μελά (13-10-1904) και έληξε με την ανακήρυξη του Νεοτουρκικού Συντάγματος (1908), ενώ ανεπισήμως -όπως πάλι συμβαίνουν όλα στην Ελλάδα- και, με πολύ πιο άγρια μορφή, άρχισε το 1870 με την ανακήρυξη της Βουλγαρικής Εξαρχίας που διεκδικούσε τη Μακεδονία και τους Μακεδόνες της μέσω της εκκλησιαστικής προσάρτησής τους σε αυτήν, ενώ στις μέρες μας, εξακολουθεί να διεκδικείται με το ιδεολόγημα του «μακεδονισμού».
Ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε αυθόρμητος, αυτοφυής και αυτοθυσιαστικός. Τότε οι άγνωστοι και οι ταπεινοί, οι ανυπεράσπιστοι και κατά κανόνα αλλόφωνοι, δίγλωσσοι, ή και τρίγλωσσοι Μακεδόνες, εισήλθαν αυτόβουλοι στο «Ιερόν Θυσιαστήριον» όπου προσήλθαν αυθόρμητοι από τις Άκρες του Γένους απροσκύνητοι Έλληνες. Από κάθε μεριά του Ελληνισμού, οι Αδελφοί συναντήθηκαν εδώ και πιστοί συλλειτουργήθηκαν. Κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων του Γένους, θυσιάστηκαν και έσωσαν τη Μακεδονία. Και η Μακεδονία έσωσε την ταπεινωμένη Ελλάδα από τη μιζέρια και τη μοιρολατρεία, από τη γελοία μεγαλομανία και την άγονη ρητορεία των τότε μωρών ελλήνων πολιτικών. Προηγουμένως όμως, οι γηγενείς, οι γραικομάνοι, οι ελληνομανείς Μακεδόνες, πέρασαν δεκαετίες βουτηγμένες στο αίμα, στο δάκρυ, στο φόβο, στην τρομοκρατία.
Φέτος η 20η Χορωδιακή Συνάντηση, είναι αφιερωμένη στον πρώτο Δήμαρχο της ελεύθερης Φλώρινας, Στέργιο (Τέγο) Σαπουντζή, τον ντόπιο Φλωρινιώτη, που έμεινε στην ιστορία της πόλης μας και συνέδεσε το όνομά του με αυτήν, αλλά κυρίως, με τα κρίσιμα και αποφασιστικά γεγονότα της απελευθέρωσης της Φλώρινας στις 6, 7 και 8 Νοεμβρίου 1912.
Η οικογένειά του Στέργιου (Τέγου) Σαπουντζή κατάγεται από την ορεινή κοινότητα της Κέλλης Φλώρινας. Εκεί γεννήθηκε και ο Τέγος Σαπουντζής γύρω στο 1875. Όλες οι πληροφορίες όμως συμπίπτουν ότι η οικογένειά του μετακόμισε στην πόλη της Φλώρινας ύστερα από τη δολοφονία του παππού του, Χρήστου Σαπουντζή, από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες.
κ. Πρόεδρε της Δημοτικής Κοινότητας Κέλλης,
Όπως πολύ καλά γνωρίζετε, οι Κελλιώτες συγχωριανοί σας, αγέρωχοι, θαρραλέοι και πεισματάρηδες, συμμετείχαν στον καυτό Μακεδονικό Αγώνα, με πολλούς αγωνιστές: Μηνά Τσάλκο, Γρηγόριο Σαπουντζή, Λάζαρο Γέτσιο, Παπαπέτρο, Γεώργιο Ζήση (Παπάς), Γεώργιο Ρώμα, Ιωάννη Σαπουντζή, Χρήστο Σαπουντζή, Σταύρο Τζόγα, Ιωάννη Τράικο (Χαλκίδας), Κωνσταντίνο Τράικο. Γι’ αυτή τους την προσήλωση στον ελληνισμό και στο Πατριαρχείο, ως γραικομάνοι (ελληνομανείς), υπέστησαν πολλά κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Επώνυμα θύματα και πρωταγωνιστές; Χρήστος Σαπουντζής, Χριστόπουλος Κων/νος του Μιχαήλ, Ρώμας Κων/νος, Ντίνος Ιωάννου, Μέτσης Κων/νος, Γιώργος Παπάς, Δίνας, Αθανασίου, Ρώμας, Γρηγόρης Σαπουντζής, Καλλιόπη Στούμπου του Παντελή, Παντελής Τράϊκου του Κων/νου, Γεώργιος Κύριας του Αθανασίου.
Σε αυτόν τον βίαιο και καυτό περίγυρο και υπό τον φόβο αντιποίνων και νέων δολοφονιών στο χωριό, η πόλη της Φλώρινας θεωρήθηκε ασφαλέστερη για επιβίωση και προσφορότερη για την οικονομική συντήρηση και ανάπτυξη της οικογένειας των Σαπουντζήδων.
Πράγματι, το περιβάλλον της Φλώρινας πρόσφερε πολλά στον Τέγο και αυτός, σε όλη την υπόλοιπη ζωή του, ανταπέδωσε αυτήν την προσφορά, αποδίδοντάς της πολλαπλάσια, «τα σα εκ των σων». Δεν έχουμε περισσότερα στοιχεία για την παιδική του ηλικία. Γνωρίζουμε όμως ότι φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο της Φλώρινας τελειώνοντας το Σχολαρχείο Φλώρινας και κατά πληροφορίες και το Γυμνάσιο Μοναστηρίου. Ως μαθητής ήταν μελετηρός, φιλομαθής, με φιλοπρόοδο πνεύμα. Του άρεζαν οι συζητήσεις με δασκάλους και καθηγητές, διευρύνοντας τις γνώσεις και την κρίση του, ενώ διδάχτηκε και έμαθε να χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα της εποχής, άνετα, στον προφορικό και γραπτό λόγο.
Έμαθε τέλεια και τα Τουρκικά, τα οποία του χρησίμευσαν στα πολλά επαγγέλματά του, σε κρίσιμες και ιστορικές στιγμές της πόλης μας και στους βαθύτερους στόχους που απέβλεπε και οραματιζόταν. Φυσικά γνώριζε κάθε γλώσσα που κυκλοφορούσε στον κάμπο της Πελαγονίας και μπορούσε να του φανεί χρήσιμη και αναγκαία.
Σε νεαρή ηλικία παντρεύτηκε μία κοπέλα (πιθανόν συγχωριανή του), η οποία όμως πέθανε κατά τη γέννα μαζί με το παιδί τους. Αργότερα νυμφεύθηκε την Αναστασία (αγνώστου επιθέτου) και απέκτησε τρία παιδιά, την Δωροθέα που πέθανε στα 9 της, τον Περικλή που πέθανε μωρό, και την Αθηνά η οποία και έζησε. Εξαιτίας των δυσάρεστων αυτών εμπειριών, απαίτησε από την κόρη του Αθηνά, να τον φωνάζει, σε όλη της τη ζωή, Τέγο και όχι πατέρα ή μπαμπά. Τέσσερα (4) δισέγγονά του υπάρχουν ανάμεσά μας τιμώντας τη μνήμη του προπάππου τους.
Με την ευρυμάθεια που απέκτησε κατά την επαφή του με τα γράμματα, την ευφυΐα που τον διέκρινε και με τα εξαίρετα πνευματικά προσόντα με τα οποία ήταν προικισμένος -ετοιμότητα, τόλμη έως την αυτοθυσία, πατριωτισμό, διπλωματική ευστροφία, εμπορικό πνεύμα- ανέπτυξε έντονη κοινωνική, εμπορική και οικονομική δραστηριότητα στην τουρκοκρατούμενη Φλώρινα.
Ίδρυσε επιχείρηση «Σαπωνοποιίας» (παλαιά οικογενειακή ασχολία στην Κέλλη από την οποία προήλθε και το επίθετο της οικογένειας), επιχείρηση παραγωγής αλεύρων, «Μύλοι Σαπουντζή», ταξιδιωτικό γραφείο, ενώ προώθησε την ανάπτυξη της αμπελουργίας με τα «Αμπέλια Σαπουντζή» και ασχολήθηκε ενεργά με το εμπόριο, ιδίως κτηνοτροφικών προϊόντων, με μαγαζιά δικά του -στη Στοά Τέγου- και άλλα της άμεσης επιρροής του.
Παράλληλα με τα παραπάνω ο Τέγος ασχολήθηκε και με «τα της πόλεως» με το οργανωμένο δηλαδή σύνολο, όπου οι άνθρωποι όχι απλώς συνυπάρχουν αλλά κοινωνούν, έχοντας σημεία αναφοράς το χώρο του ιερού, τις μνήμες των προγόνων, τις επιδιώξεις για το μέλλον, όλα κοινά, για όλους τους συμ-πολίτες. Με τις δράσεις του αυτές κατάφερε να αποκτήσει «όνομα», να κάνει περιουσία, να γίνει τοπικός άρχοντας (εφέντης), αρεστός και αγαπητός από τους Φλωρινιώτες, υπολογίσιμος στους τούρκους και έτσι, λογίζονταν στους προύχοντες της ελληνικής κοινότητας της πόλης μας.
Παράλληλα με τις φανερές, τις επίσημες εμπορικές και οικονομικές δραστηριότητές του, εμφορούνταν, καλλιεργούσε και προωθούσε, μυστικά και «άλλες» δραστηριότητες, τις «Εθνικές Ιδέες», στοχεύοντας στην απόκρουση κάθε ξένης προπαγάνδας, στην ανάταση του ελληνικού φρονήματος στην περιοχή, ελπίζοντας στην απελευθέρωση της πατρίδας του.
Διετέλεσε Διευθυντής του «Εθνικού Κέντρου Φλωρίνης», αναλαμβάνοντας τον συντονισμό των Ελληνικών κινήσεων στην περιοχή της Φλώρινας. Από τη θέση αυτή, συνεργάστηκε στενά μέσω αλληλογραφίας, με τους Παύλο Μελά (ενόσω ήταν ακόμα στην Αθήνα) και Ίωνα Δραγούμη (υποπρόξενο στο Μοναστήρι). Εξαιτίας της ιδιαίτερης σχέσης του με τον Ίωνα οργανώθηκε στο δίκτυο της «Άμυνας», που δημιούργησε και οργάνωσε ο Δραγούμης και λειτουργούσε ως αντικατασκοπεία, προκειμένου να διευκολύνει τις επιχειρήσεις των Ελλήνων ανταρτών. Πολλές φορές συνεργάστηκε σε επιχειρήσεις με τους οπλαρχηγούς Ευάγγελο Νικολούδη και Ιωάννη Καραβίτη.
Γύρω στα 1903-1904, συνετέλεσε στην αγορά από την ελληνική κοινότητα Φλώρινας, της «μεγάλης οικίας» του Ιζέτ Πασά, φιλέλληνα και φίλου του Τέγου, με αντίτιμο πολύ μικρότερο από εκείνο που προσέφερε η βουλγαρική παράταξη. Τα χρήματα μαζεύτηκαν από έρανο των Φλωρινιωτών. Η «μεγάλη οικία» χρησιμοποιήθηκε για δεκαετίες, ως το παλαιό 1ο Δημοτικό Σχολείο Φλώρινας.
Στο γνωστό για τους παλαιούς Φλωρινιώτες «Καφενείο του Τέγου Σαπουντζή», στους πρόποδες του Λόφου του Αγίου Παντελεήμονα, εκτός από μεζέδες και καφέδες ζυμώνονταν και οι μεγάλες ιδέες: Εκεί ιδρύθηκε ο Μουσικός Σύλλογος «ΟΡΦΕΑΣ», μητρικός σύλλογος του «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ», το 1908 και αργότερα στον ίδιο χώρο το 1932, στεγάστηκε η πρώτη Χορωδία της Φλώρινας υπό τον Παντελή Τριανταφύλλου.
Τον Δεκέμβριο του 1909 εκτελείται, από Τούρκο, ο αρχικομιτατζής Τζόλε Γκ. Στόιτσεφ (από τη Βεύη), ενώ βρίσκονταν με συνεργάτες του σε πατσατζίδικο της Φλώρινας. Οι Οθωμανικές αρχές συνέλαβαν τον Τέγο Σαπουντζή, με την κατηγορία του ηθικού αυτουργού για τη δολοφονία και τον μετέφεραν στο Μοναστήρι για να δικαστεί. Φυσικά η κατηγορία του ηθικού αυτουργού δεν αποδείχτηκε ποτέ, καθώς ο Τέγος, ως φοβερός γνώστης της Τουρκικής γλώσσας, του Οθωμανικού Δικαίου, του εμπορικού πνεύματος, της εκπληκτικής διπλωματίας, της ευγλωττίας και των καλών σχέσεων που διατηρούσε με τους μπέηδες της Φλώρινας, κατόρθωσε και αντέκρουσε όλες τις εις βάρος του κατηγορίες για την εκτέλεση του Τζόλε, παρότι την προετοίμασε και την σχεδίασε κατά τον τελειότερο τρόπο. Ο συγκεκριμένος αρχικομιτατζής είχε ξεκάνει πολλούς γραικομάνους συγχωριανούς του, αλλά και άλλων χωριών.
Για τις δράσεις του αυτές, στοχοποιήθηκε από την Βουλγαρική προπαγάνδα, αρκετές φορές, αλλά πάντα ξέφευγε είτε λόγω εγκαίρων πληροφοριών είτε εξαιτίας φίλων του σε όλους τους χώρους.
Εξαιτίας της μόρφωσής του, της οξυδέρκειας και των ικανοτήτων του, διετέλεσε και Γραμματέας της Μητρόπολης Μογλενών (μετέπειτα Φλωρίνης). Και αυτή του η θέση υπήρξε στοχευμένη και καταλυτική για τα γεγονότα της απελευθέρωσης. Οι σχέσεις του με το Πατριαρχείο, κινητήρια δύναμη του Μακεδονικού Αγώνα και με τον Διάκονο Αθηναγόρα της Μητρόπολης Μοναστηρίου και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, του προσέδωσαν επιπλέον κύρος, βαρύτητα, υπευθυνότητα στις πράξεις και στα λόγια του.
Ο Τέγος Σαπουντζής ετοιμαζόταν για κάτι μεγάλο και σημαντικό. Αυτό ξεκίνησε στις 5 Οκτωβρίου 1912, με το διάγγελμα του Βασιλέα Γεωργίου Α’, την κήρυξη του πολέμου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας «ίνα αποδώση την ελευθερίαν εις τους τυραννουμένους αδελφούς».
Με την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, οι Οθωμανικές Αρχές προληπτικά, συνέλαβαν 50 έλληνες της πόλης της Φλώρινας και 500 από τα χωριά της περιοχής, προκειμένου στην πρώτη ευκαιρία να σφαγούν, όπως είχε γίνει νωρίτερα στα Σέρβια, ή να χρησιμοποιηθούν ως πιθανό αντάλλαγμα με Τούρκους αξιωματούχους, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το στρατόπεδο της Φλώρινας γέμισε ασφυκτικά και αποφασίστηκε η μεταφορά πολλών αιχμαλώτων στο Κόκκινο Στρατόπεδο στο Μοναστήρι. Ανάμεσα στους μεταφερόμενους αιχμαλώτους στο Μοναστήρι ήταν οι: Τέγος Σαπουντζής, Ιωάννης Ζήσης, Άν. Λουκίδης, Νικόλαος Πύρζας, Π. Χατζητάσης, Άθανάσιος Τέγου, Κ. Βαραδίνης, Χρ. Σίσκου και οι άρχιμανδρίτες της Μητρόπολης Αθανάσιος και Δημήτριος. Ανάμεσά τους και -κατ’ ομολογία- και ο Δημήτριος Λαμπράκης, που ως δάσκαλος στο Φλάμπουρο, υπηρετούσε τον ίδιο Αγώνα.
Με την προέλαση του Ελληνικού Στρατού στη Μακεδονία, τις συνεχείς απελευθερώσεις πόλεων και την Οθωμανική υποχώρηση, οι πρόκριτοι Μωαμεθανοί του Μοναστηρίου-Φλώρινας αποφάσισαν, προς αποφυγή αντιποίνων εκ μέρους των επερχομένων χριστιανικών στρατιών και προκειμένου να τύχουν της εύνοιας και της μεγαλοψυχίας των Ελλήνων απελευθερωτών, την απελευθέρωση όλων των αιχμαλώτων. Το ημερολόγιο έγραφε 20 Οκτωβρίου 1912.
Και έφτασε η ώρα η καλή! Η ευλογημένη στιγμή για τη Φλώρινα! Ο Ελληνικός Στρατός μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, εφορμά για την απελευθέρωση των περιοχών Φλώρινας-Μοναστηρίου. Μέρος του Στρατού στρατοπεδεύει στην Άρνισσα και ανεβαίνει προς Κέλλη.
Στις 6 Νοεμβρίου 1912, καταλαμβάνεται το Μοναστήρι από τους Σέρβους «συμμάχους», με επόμενο στόχο τη Φλώρινα. Η 5η Μεραρχία του Ελληνικού Στρατού, υπό τον Στρατηγό Γεννάδη, βρίσκεται στο Αμύνταιο, αναμένοντας ενισχύσεις ενώ οι προφυλακές της φτάνουν έξω από τη Φλώρινα. Δεν προχωρούν όμως, διότι μέσα στη Φλώρινα βρίσκονταν πολύς τουρκικός στρατός κυνηγημένος από το Μοναστήρι και την Πτολεμαΐδα, προς Κορυτσά και Γιάννενα. «Τα αξιοθρήνητα λείψανα του υπερήφανου Οθωμανικού Αυτοκρατορικού στρατού ένα πια σκοπό είχαν: τη φυγή» αναφέρει ο Μόδης. Ο κίνδυνος όμως να ξεσπούσαν σφαγές των χριστιανών μέσα στην πόλη, ανά πάσα στιγμή, ήταν μεγάλος.
Η άφιξη στη Μητρόπολη (6/11/12) του Γιουσούφ Μπέη, του σημαντικότερου μπέη της Φλώρινας και λίγο αργότερα δύο τούρκων προκρίτων, του Χαντζή Τζαφέρ Χαφίζ και του Κιουτσούκ Αμέτ Αγά, σηματοδότησαν την αντίστροφη μέτρηση για την απελευθέρωση και τη σημαντική συμβολή του Τέγου σε αυτήν. Ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος, ο Τέγος Σαπουντζής και ο ιατρός Μενέλαος Βαλάσης, προσκαλούνται στον Τεκέ της Φλώρινας -χώρος συνάθροισης και πνευματικής περισυλλογής Δερβίσηδων- όπου τους περίμεναν ο Μουφτής και 80-100 μπέηδες και αγάδες της περιοχής. Οι στιγμές εκείνες στον Τεκέ, αποτελούν τις κρισιμότερες στην ιστορία της σύγχρονης Φλώρινας.
Στην ουσία πρόκειται για την κορυφαία συνάντηση δύο επιτροπών. Μιας επιτροπής παράδοσης της πόλης και μιας επιτροπής παραλαβής της. Δυο επιτροπές, που τα μέλη τους γνωρίζονταν καλά και γνώριζαν, πως ό,τι συζητηθεί και ό,τι αποφασιστεί θα τηρούνταν πλήρως και θα υπήρχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Και αυτό διότι:
Ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος εκπροσωπούσε τον θρησκευτικό Αρχηγό αλλά και τον, εν μέρει, κορυφαίο θεσμό διοικητικής, δικαστικής και κοινοτικής αυτοδιοίκησης των Χριστιανών της Φλώρινας.
Ο Τέγος Σαπουντζής εκπροσωπούσε τον έμπειρο εκπρόσωπο του κοινοτικού συστήματος διοίκησης των ραγιάδων και τον εκπρόσωπο της πολιτικής οικονομίας της εποχής, εξαιτίας των εμπορικών και οικονομικών του συναλλαγών.
Ο ιατρός Μενέλαος Βαλάσης διέθετε την απόλυτη εμπιστοσύνη και τον αμέριστο σεβασμό των Μωαμεθανών, καθώς ήταν ο μοναδικός χριστιανός άνδρας και ιατρός, που έμπαινε στα σπίτια των Μωαμεθανών και γιάτρευε το γυναικείο πληθυσμό τους.
Η ειλημμένη απόφαση των τούρκων μπέηδων για παράδοση της Φλώρινας στους Έλληνες, όπως γράφανε τα ιερά τους βιβλία στο «βασιλικόν γένος των Ρωμιών», γέννησε και την απαίτηση «ανταλλαγμάτων» εκ μέρους τους, έναντι των επερχόμενων Ελλήνων. Παζάρι μέχρι και την τελευταία στιγμή! Όχι αντίποινα, προστασία για όλες τις φαμίλιες, διαφύλαξη ακεραιότητας των ιδίων και των οικογενειών τους. Όλα ανθρώπινα!
Ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος, βλέποντας τον σιωπηλό θρήνο των μπέηδων για την καταρρέουσα αυτοκρατορία και τα χαμένα αγαλίκια τους, διαβεβαιώνει ότι θα σταθεί πλάι τους και τους παρηγορεί. Ο Τέγος επεμβαίνει αμέσως και αντιδρά. Πολλά είχαν δει τα μάτια του από τους τούρκους τόσα χρόνια και παίρνει το λόγο. Κρατάει επιφυλάξεις και δεν εμπιστεύεται ακόμα πλήρως τα λόγια των μπέηδων. Και εάν είναι μπλόφα ή τέχνασμα των τούρκων; Και εάν επανέλθει ο τουρκικός στρατός όπως έγινε στο Αμύνταιο (23/10/1912) και αρχίσει τις σφαγές; Προσπαθεί και μετριάζει τον ενθουσιασμό του Πολυκάρπου. Εκμαιεύει πληροφορίες και τις αληθινές προθέσεις τους περί παράδοσης της πόλης. Όταν και μόνο όταν, βεβαιώθηκε για τις γνήσιες προθέσεις τους συναινεί, στέλνει περίπατο κάθε περίσκεψη και επιφυλακτικότητα. Με ευφυέστατη μαεστρία και αφοπλιστικές ερωτήσεις, φέρνει προ απροόπτου τον Βούλγαρο παπά Αναστάση (που επίσης είχε προσκληθεί από τους τούρκους για να του ανακοινωθεί η συμφωνία παράδοσης), αναγκάζοντάς τον να συμφωνήσει και αυτός στην παράδοση της πόλης στους Έλληνες και όχι στους Βουλγάρους, οι οποίοι ήταν …«πολύ μακριά»!
Στον Τεκέ αποφασίζεται ο σχηματισμός επιτροπής και η ταχύτατη αποστολή της στο Αμύνταιο προκειμένου να μεταφέρει γραπτή ενημέρωση/ειδοποίηση στον ελληνικό στρατό περί της οριστικής απόφασης των Οθωμανών για παράδοση της πόλης στους Έλληνες και προτροπή να τρέξουν, να προφτάσουν να μπουν πριν τους Σέρβους, που ήδη πλησιάζουν.
Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε εάν έχει κρατηθεί ή εάν έχει βρεθεί κάποιο αντίγραφο εκείνης της επιστολής με το ακριβές περιεχόμενό της, όπως επίσης δεν γνωρίζουμε τον συντάκτη της ή τους συντάκτες της και εάν συμμετείχε ο Τέγος σε αυτήν. Το κορυφαίο γεγονός όμως είναι ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ τούρκων και ελλήνων για την παράδοση της πόλης και συντάχθηκε «πρακτικό» (η επιστολή) αποδεκτό και από τα δυο μέρη. Την επιστολή μετέφεραν ο Αρχιμανδρίτης Αθανάσιος, ο Σχισματικός παπάς Αναστάσης, ο ιατρός Μενέλαος Βαλάσης, ο Νικόλαος Παπακωνσταντίνου και ο Οθωμανός έμπορος Μεχμέτ Ζαϊνέλ Αγάς. Ως οδηγός προσφέρθηκε ο Νικόλαος Έξαρχος από το Φλάμπουρο.
Στη συνέχεια ακολούθησε ένας αγώνας δρόμου με το χρόνο και υπέρμετρη αγωνία για το ποιος στρατός θα εισέλθει πρώτος στη Φλώρινα.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις στις περιγραφές και αναφορές των Τέγου Σαπουντζή, Γεωργίου Μόδη, Ιωάννου Άρτη και Παναγιώτου Δραγουμάνου, για τα γεγονότα παράδοσης της πόλης. Ο καθένας τα περιγράφει όπως τα έζησε και δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε κανέναν. Εξάλλου, οι διαφορετικές οπτικές γωνίες, πάντα προσθέτουν και επιβεβαιώνουν τα ιστορικά γεγονότα.
Την επόμενη ημέρα 7 Νοεμβρίου 1912, γύρω στις 14.00 μμ, ο Υπίλαρχος Ιωάννης Άρτης εισέρχεται, εξ ονόματος του Βασιλέα Γεωργίου του Α’ και των ελληνικών στρατευμάτων, πρώτος στην πόλη της Φλώρινας, στην ανατολική είσοδο της οποίας του παραδίδεται η πόλη και την θέτει «εις τας αγκάλας της Μητρός Ελλάδος». Σε λίγη ώρα από τη νότια πλευρά της πόλης εισέρχεται και ένα Σύνταγμα Ιππικού υπό τον Συνταγματάρχη Ζαχαρόπουλο και άλλους αξιωματικούς. Κηρύσσεται Στρατιωτικός νόμος σε όλη την επικράτεια, καταργείται κάθε υφιστάμενη τουρκική αρχή και διορίζεται, μετά από υπόδειξη του Μητροπολίτη Πολυκάρπου, ως πρώτος Δήμαρχος της ελεύθερης Φλώρινας, ο Τέγος Σαπουντζής.
Στις 15.00 μμ, από την βόρεια είσοδο της πόλης (οδός Μοναστηρίου) εισέρχεται Σερβική ίλη ιππικού. Διαφορά μίας ώρας και η Φλώρινα θα είχε χαθεί, όπως το Μοναστήρι.
Την επόμενη ημέρα, 8 Νοεμβρίου 1912, στην ανατολική είσοδο της πόλης, «τα λαϊκά κύματα ακράτητα εις ενθουσιασμόν», με επικεφαλείς τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο και τον Δήμαρχο πλέον Τέγο Σαπουντζή, υποδέχονται τον Διάδοχο Κωνσταντίνο και τους στρατιωτικούς επισήμους. Όλοι μαζί «στρέφονται» προς την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, «ένθα εψάλη η ιστορική και πάνδημος δοξολογία». Έκτοτε, οι Φλωρινιώτες τιμούμε τη μεγάλη εκείνη ημέρα, στον Άγιο Γεώργιο, με επίσημη Δοξολογία αρχόντων και αρχομένων.
(Πληροφορίες, από Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ, Έτος 1946, φύλλα 1054, 1055, 1056, 1058, 1059, «Αναμνήσεις από την Απελευθέρωσιν της Φλωρίνης κατά τον Α’ Βαλκανικόν Πόλεμον», του τέως Δημάρχου κ. Τέγου Σαπουντζή).
Η Φλώρινα απελευθερώθηκε και ξεκίνησε ένας άλλος αγώνας, ειρηνικός αυτή τη φορά, για την πρόοδο, την ευημερία και την ανάπτυξή της. Και σ’ αυτόν τον αγώνα ο Τέγος Σαπουντζής, δήλωσε παρών. Διετέλεσε Δήμαρχος Φλώρινας, σε τέσσερις (4) δύσκολες περιόδους: 1912-1914 (δια διορισμού από τον απελευθερωτικό στρατό), 1929-1934 (με εκλογές του λαού της Φλώρινας), 1945-1946 (Δήμαρχος και Πρόεδρος Δημοτικού Συμβουλίου ταυτόχρονα, δια Κυβερνητικής επιταγής) και, 1949-1950 (δια διορισμού). Και μόνο οι χρονολογίες των Δημαρχιακών του θητειών φανερώνουν τη δυσκολία και το μέγεθος του βάρους που σήκωσε σε κάθε μία από αυτές. Ο Τέγος όμως τα κατάφερε.
Στα χρόνια που διετέλεσε Δήμαρχος, προσπάθησε να αναστηλώσει και να εκσυγχρονίσει την πόλη της Φλώρινας, μετατρέποντάς την από συνονθύλευμα μαχαλάδων σε συγκροτημένη πόλη. Μακάρι να είχε φυλαχτεί αρχειακό υλικό των έργων του, να το μελετούσαμε. Από τα λίγα που γνωρίζουμε ο Τέγος Σαπουντζής ενέκρινε το σχεδιασμό και τη δημιουργία της κεντρικής Πλατείας Ομονοίας και την απαλλαγή της από το τουρκικό τζαμί, που είχε χτιστεί πάνω σε αγίασμα παλαιού ορθόδοξου ναού. Διάνοιξε την οδό 25ης Μαρτίου (από την κεντρική πλατεία προς τα Δημοτικά Σχολεία), ενώ σκυροστρώθηκε η οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατασκευάστηκαν τα πρώτα πεζοδρόμια στους κεντρικούς δρόμους, επεκτάθηκε το σιδηροδρομικό δίκτυο από το Μεσονήσι έως την πόλη της Φλώρινας και ιδρύθηκε ο νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός (1931). Μεταφέρθηκαν τα Δημοτικά Σφαγεία εκτός πόλης, ενισχύθηκε η υπάρχουσα ύδρευση της πόλης, καταβλήθηκε προσπάθεια μέσω μελετών για ηλεκτροφωτισμό της πόλης και σχεδιάστηκε η περιτείχιση του ποταμού σε όλο το μήκος του. Ως υποστηρικτής των γραμμάτων και της μόρφωσης, μέσω Δήμου, προσφέρθηκαν χρήματα για την οικονομική στήριξη των σχολείων και την ανέγερση της Οικοκυρικής Σχολής. Με δικές του ενέργειες αναδασώθηκε το δασύλλιο του λόφου του Αγίου Παντελεήμονα, ενώ αργότερα το 1948, ως απλός πολίτης, διαμαρτύρεται εγγράφως και δημοσίως εγκαλώντας τους υπεύθυνους (Νομάρχη-Δήμαρχο-Δασάρχη), για την άκρατη και παράνομη ξύλευσή του (Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ Φλωρίνης, Αρ. Φύλλου 1118/27-03-1948). Πραγματοποίησε αγορά χώρου για αρχαιολογικές ανασκαφές. Επίσης, συνετέλεσε στην έναρξη των εργασιών για την ανέγερση του Δημοτικού Νοσοκομείου Φλώρινας, δωρεά της Μοναστηριώτισσας Ελένης Θ. Δημητρίου, καθώς και για τον εξοπλισμό του με επιστημονικά όργανα εποχής.
Παράλληλα με τις φανερές δραστηριότητές του, από φίλους και την οικογένειά του, γνωρίζουμε για το φιλανθρωπικό έργο του Τέγου, όχι μόνο ως Δημάρχου, αλλά και ως επιχειρηματία, ότι προσέφερε δωρεάν προϊόντα (κρέας, γάλα, αυγά, αλεύρι και ό,τι άλλο παρήγαγε) σε οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, αλλά και σε φυλακισμένους, ειδικά στις γιορτές. Εξασφάλισε κονδύλια για τον Δήμο πουλώντας καταστήματα που είχε στην κυριότητά του στην στοά.
Ως Γραμματέας της Μητρόπολης εγγράφως καταλόγισε ευθύνες στους χρηματίσαντας Μητροπολίτες της επαρχίας μας, διότι «ουδείς εξ αυτών επρονόησε ούτε ενδιεφέρθη να περισυλλέξη στοιχεία ιστορικά περί της γενεαλογίας της επαρχίας των».
Διετέλεσε Πρόεδρος της Εθνικής Οργάνωσης Μακεδονομάχων Φλωρίνης «Παύλος Μελάς» και τα τελευταία χρόνια της ζωής του, προέβη σε μια σπουδαιότατη ενέργεια. Συνέταξε υπόμνημα το οποίο υπέβαλε στην κυβέρνηση για την εγγραφή στους πίνακες των Μακεδονομάχων όσων δεν είχαν προφθάσει να υποβάλλουν τα δικαιολογητικά τους.
Στο χωριό του την Κέλλη, με απόφαση της οικογένειας των Σαπουντζήδων, δωρίστηκε το οικόπεδο της οικίας τους, προκειμένου να κτισθεί εκκλησία, ο σημερινός Ιερός Ναός του Αγίου Αθανασίου.
Οι παλαιότεροι, παρόντες, Φλωρινιώτες τον θυμούνται ως ήπιο, ψύχραιμο, με ένα συνεχές χαμόγελο κάτω από το κιτρινισμένο μουστάκι -εξ αιτίας του μόνιμου τσιγάρου στο στόμα του, πειραχτήρι, πολιτικάντη, διπλωμάτη, άνθρωπο της αγοράς. Χαρακτηριστικά του, το μόνιμο τσιγάρο στο στόμα του, το καπέλο (ρεπούμπλικο ή καβουράκι) και το κουστούμι του χειμώνα-καλοκαίρι. Ποτέ του δε φόρεσε παλτό και κυκλοφορούσε πάντα με τα χέρια πίσω από τη μέση.
Το 1922 έχτισε ένα από τα πιο όμορφα αρχοντικά της Φλώρινας, το οποίο ακόμα και σήμερα, υπάρχει, ακέραιο, αγέρωχο, ολόρθο, κοσμεί την πόλη μας μπροστά από τον Σακουλέβα στην περιοχή Βαρόσι.
Το 1941, όταν η Φλώρινα καταλήφθηκε από τους Γερμανούς αποτέλεσε έναν από τους κύριους στόχους των κατακτητών, αλλά διέφυγε τη σύλληψη. Στη συνέχεια οι Γερμανοί επίταξαν την οικία του και τη λεηλάτησαν.
Η πολιτεία, ευγνωμονούσα για την προσφορά του στον Μακεδονικό Αγώνα και στους Βαλκανικούς Πολέμους, τον τίμησε με το παράσημο του «Πράκτορα Β’ τάξεως».
Πέθανε το 1960, ύστερα από επανειλημμένες νοσηλείες στη Λάρισα και τελικά στην Αθήνα, από καρκίνο. Η νεκρώσιμος ακολουθία τελέστηκε στις 20 Ιανουαρίου 1960 (Περιοδικό «Αριστοτέλης», Έτος Ε’, Τεύχος 29, Φλώρινα 1961) στον Ι. Ν. του Αγίου Παντελεήμονα, όπου τον επικήδειο εκφώνησε ο Στέργιος Τριανταφυλλίδης. Αναπαύεται στα κοιμητήρια του Αγίου Γεωργίου Φλώρινας.
Στην είσοδο της γενέτειράς του Κέλλης στήθηκε προτομή του, δίπλα στη μαρμάρινη στήλη των «οπλιτών στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Στη Φλώρινα, για την οποία έκανε ό,τι υψηλότερο και ιδανικότερο μπορούσε να κάνει οποιοσδήποτε θνητός και την οποία υπηρέτησε με πάθος σε όλη του τη ζωή, ο Δήμος Φλώρινας έδωσε σε έναν μικρό δρόμο το όνομά του, κοντά στην είσοδο της πόλης. Κοντά στο σημείο υποδοχής του Ιωάννη Άρτη και του Διαδόχου Κωνσταντίνου.
Σεβαστές αρχές
Ο Τέγος Σαπουντζής δεν έμεινε στην ιστορία μόνο για την ακολουθούμενη πολιτική που εφάρμοσε ως Δήμαρχος ή μόνο για το επιτελούμενο έργο του στο Δήμο Φλώρινας. Ούτε τόσο για τις εμπορικές και οικονομικές του δραστηριότητες σε όλη τη ζωή του. Έμεινε στην ιστορία, κυρίως, διότι μετείχε ενσυνείδητα στις διαπραγματεύσεις της απελευθέρωσης και στην επιτροπή παραλαβής της πόλης μας. Μετείχε, σαν έτοιμος από χρόνια, «την ώρα την καλή», με σοβαρότητα, εγκυρότητα, υπευθυνότητα, αξιοπρέπεια. Μένει στη μνήμη των Φλωρινιωτών εξαιτίας των πολύχρονων αγώνων του για ελευθερία και, της υψίστης τιμής να αναφέρεται ως ο πρώτος Δήμαρχος της ελεύθερης Φλώρινας. «Από Τέγου Σαπουντζή άρξασθε».
Τον Τέγο Σαπουνζή θα τον μνημονεύουμε, για όσα χρόνια στη Φλώρινα θα εορτάζουμε τα Ελευθέριά της, διότι, στις πιο κρίσιμες ώρες της σύγχρονης ιστορίας της, δήλωσε παρών, γνωρίζοντας τις δυσκολίες, μη υπολογίζοντας το κεφάλι του, δείχνοντας υπακοή και υπομονή, αναδιπλώνοντας την ελληνική περηφάνια του, καταδεχόμενος και συνδιαλεγόμενος έντιμα, χωρίς εκδικητικότητα με τους προαιώνιους εχθρούς της πατρίδας του, τους για λίγο ακόμη αφέντες του, ορθοτομώντας τη σκέψη και το λόγο του, προκρίνοντας το «κοινό καλό» της πόλης και το «γενικό συμφέρον» της πατρίδας.
Τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν ραγιάς αλλά δεν συμπεριφέρθηκε ως ραγιάς στις διαπραγματεύσεις. Ήταν μεγαλέμπορος αλλά δεν κοστολόγησε την πατρίδα του. Δεν διετέλεσε επίσημος διπλωμάτης, αλλά έδρασε ως κορυφαίος διπλωμάτης, απέναντι στους κατ’ εξοχή διπλωμάτες τούρκους και υπερασπίστηκε τα συμφέροντα της πατρίδας του. Ποιας πατρίδας όμως; Ο Τέγος και οι πρόγονοί μας Μακεδονομάχοι, μεγάλωσαν 200 χλμ μακριά από την τότε γνωστή Ελλάδα και παρέδωσαν στις επόμενες γενιές, πατρίδα Ελλάδα.
Αγαπητοί συμπολίτες
Πόσοι είχαν την τόλμη να πρωταγωνιστήσουν εκείνες τις δύσκολες στιγμές; Πόσοι θα μπορούσαν να σκεφτούν εκείνο το πρωινό της 6ης Νοεμβρίου 1912, το γενικό καλό της πόλης όταν παίζονταν το κεφάλι τους κορώνα γράμματα; Πόσοι δεν θα πρότασσαν την προσωπική ή οικογενειακή τους σωτηρία; Πόσοι δε θα έχαναν την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητά τους ακόμα και σε φθηνότερες και πιο ευτελείς διαπραγματεύσεις; Πόσοι πολιτικοί ηγέτες και άρχοντες ή ατσαλάκωτοι πολιτικοί των Αθηνών και της Εσπερίας, δε θα ζητούσαν πρωτόκολλα συμμετοχής στην επιτροπή, που να καθόριζαν τις ακριβείς θέσεις τους, τις αρμοδιότητές τους, τις αμοιβές τους, τα κεκτημένα τους; Πόσοι θα απέφευγαν κάθε ευθύνη και πρωτοβουλίες προτάσσοντας φθηνές δικαιολογίες περί μη αρμοδιότητάς τους;
Ποια θα ήταν η τύχη και η πορεία της πόλης μας εάν ο Τέγος Σαπουντζής διαπραγματεύονταν επί μακρόν, αρνιόταν ή καθυστερούσε τη συμμετοχή του στην επιτροπή, όταν οι Σέρβοι «σύμμαχοί μας» βρίσκονταν έξω από τη Φλώρινα; Ή πως θα τον θυμόμασταν εάν προετοίμαζε καταλόγους μελλοθανάτων και εκδικητικές εκκαθαρίσεις, ως ιθύνων νους της τοπικής «Άμυνας»!
Κυρίες και κύριοι
Τιμούμε, δικαίως, τους ένοπλους Μακεδονομάχους και Βαλκανιομάχους που κακοπάθησαν, πολέμησαν και δώσανε τη ζωή τους για την ελευθερία της Μακεδονίας. Πλάι σε αυτούς, όμως, υπήρχαν και αγωνίστηκαν, αν όχι εξίσου σκληρά, αλλά εξίσου αποτελεσματικά και με άλλα «όπλα» και οι άμαχοι «μαχητές», όπως ο τιμώμενος Τέγος Σαπουντζής. Μακεδόνες και αυτοί, αγνοί πατριώτες, ήρωες που αγαπούσαν και υπηρέτησαν με διαφορετικούς τρόπους την πατρίδα. Φορώντας φέσι, «κλείνοντας» την κεφαλή τους, με εδαφιαίους τεμενάδες, υποχωρήσεις, δεχόμενοι προσωπικές ή οικογενειακές προσβολές, προκλήσεις, εκβιασμούς, προσφέροντας και εκχωρώντας περιουσίες, πλούτη προκειμένου να υπηρετήσουν την πατρίδα. Όλα για την πατρίδα.
Για αυτό το λόγο πρέπει να είμαστε περήφανοι ως Φλωρινιώτες, ως Μακεδόνες, ως Έλληνες. Διότι στις περισσότερες και στις πιο καθοριστικές στιγμές της ιστορίας μας, η πατρίδα μας γέννησε άτομα που διασφάλισαν και αγωνίστηκαν για αυτό που ονομάζουμε όλοι μας, «γενικό καλό» και «συμφέρον της πατρίδας», που ενέπνευσαν, που οδήγησαν την πατρίδα μας από «νίκην εις νίκην».
Και όμως. Αυτός ο Αγώνας, αυτών των προγόνων μας, υποτιμήθηκε, παρασιωπήθηκε, όσο κανένας άλλος, από το επίσημο Κράτος. Και όταν επί τέλους καθιερώθηκε η επέτειος, ογδόντα χρόνια από την έναρξή του, στις 3 Μαΐου 1984, στον πανηγυρικό που εξεφώνησε στη Θεσσαλονίκη ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (ακαδημαϊκός καθηγητής, πολιτικός ηγέτης και πρώην Πρωθυπουργός), νιώθοντας προφανώς τις τύψεις του πολιτικού κόσμου, επιχείρησε να δικαιολογήσει τη λησμονιά του Μακεδονικού Αγώνα, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Γίνεται έτσι φανερό πόση πικρία φαρμάκωνε τις καρδιές των αφανών γηγενών Μακεδόνων αγωνιστών, μαρτύρων και ηρώων, τι παράπονο και πόσα ερωτηματικά πλημμύριζαν τη ψυχή και τον νου των απογόνων τους, ιδίως των σλαβοφώνων. Πολύ περισσότερο μάλιστα που αυτοί ακριβώς υπήρξαν η ένοπλη ραχοκκαλιά του Αγώνα, οι τροφοδότες του και οι οδηγοί του, το διεκδικούμενο ζωντανό έπαθλό του και το Ιερόν Σφάγιόν του. Αυτοί αντέστησαν, αυτοί απέκρουσαν, αυτοί υπέστησαν, αυτοί μαρτύρησαν, αυτοί πολέμησαν, αυτοί θυσιάσθηκαν άχραντοι, ακλόνητοι και αυτόβουλοι».
Θα ήταν αστείο, αν ισχυριζόταν κανείς, πως μία ή περισσότερες δεκάδες ενόπλων Κρητών ή Αθηναίων ήταν σε θέση να βαδίσουν, τροφοδοτηθούν, καταυλισθούν, επικοινωνήσουν και δράσουν χωρίς την ενεργή συμμετοχή του πληθυσμού, των μονόγλωσσων, δίγλωσσων ή τρίγλωσσων μερικές φορές κατοίκων της Μακεδονίας. Δίχως αυτούς τους ντόπιους, Μακεδονικός Αγώνας και Απελευθέρωση δεν νοείται ούτε μπορούσε ποτέ να διεξαχθεί. Ένοπλοι και άμαχοι, «εν συνειδήσει» αυτοθυσιαστικοί, συγκρότησαν, τροφοδότησαν, οδήγησαν, περιέθαλψαν, έκρυψαν και μαρτύρησαν για τα ανταρτικά μακεδονικά σώματα όπως, άλλωστε, επιμαρτυρούν στα Απομνημονεύματά τους όλοι οι επώνυμοι αδελφοί μας Αρχηγοί του Αγώνα Κρητικοί, Μωραΐτες, Ηπειρώτες, Αιγαιοπελαγίτες και Ρουμελιώτες, που η φήμη τους έχει δίκαια τρανωθεί αλλά η μνήμη των γηγενών μας έχει άδικα σβεσθεί.
Αυτό είναι και το χρέος μας εκατό χρόνια μετά. Να διατηρήσουμε τη μνήμη των δικών μας ανθρώπων και να δημιουργήσουμε πολίτες, από την καλομαθημένη νέα γενιά μας έτοιμους για τα υψηλά και ωραία ιδανικά. Την υπεράσπιση της πίστης μας, της πατρώας γης, και την πρόοδο του υπέροχου λαού μας.
Χρόνια Πολλά και πάντα ελεύθεροι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου